Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πυρώνω

From LSJ
Revision as of 14:40, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

πυρῶ, -όω, ΝΜΑ πῡρ
1. πυρακτώνω
2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά
νεοελλ.
1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο»)
β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα»)
γ) μτφ. ερεθίζομαι, διεγείρομαι, εξάπτομαι («μην του πολυμιλάς, γιατί πυρώνει εύκολα»)
2. μτφ. δίνω σε κάτι το κόκκινο χρώμα της φωτιάς, κάνω κάτι να φαίνεται κόκκινο σαν τη φωτιά («κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα, βασιλεύοντας», Αγγ. Σικελ.)
μσν.-αρχ.
μτφ. ανάβω κάποιον με κάτιἔρως, σὺ δ' εὐθέως με πύρωσον», Ανακρεοντ.)
αρχ.
1. κατακαίω κάτι με φωτιά, πυρπολώ («πρὶν ἤ ἕλω τε καὶ πυρώσω τὰς Ἀθήνας», Ηρόδ.)
2. καίω κάτι σε έμπυρη θυσία
3. (το ενεργ. και το μέσ.) καίω κάτι σε πυρά
4. ανάβω φωτιά («τοδὶ δὲ τῷ φλόγᾳ ποιεῖν καὶ πυροῦν », Αριστοτ.)
5. χρησιμοποιώ φωτιά
6. (κατ' επέκτ.) ψήνω
7. λειώνω, διαλύω («πυροῦνἀργυρώματα», επιγρ.)
8. καπνίζω, θυμιάζω κάτι
9. εξαγνίζω με φωτιά
10. υποβάλλω σε δοκιμασία με φωτιά («πειρασμούς, καθ' οὕς... πυρωθέντες... ἐδοκιμάσθησαν», Μεθοδ.)
11. παθ. πυροῦμαι, -όομαι
α) παίρνω φωτιά, ανάβω
β) καυτηριάζομαι, απολυμαίνομαι («ἡ μὲν οὖν φλὲψ δύναται πυροῦσθαι, νεῡρον δὲ πᾱν φθείρεται πυρωθέν», Αριστοτ.)
γ) (για χρυσό) δοκιμάζομαι με φωτιάχρυσίον πεπυρωμένον ἐκ πυρός», ΚΔ.)
δ) προσβάλλομαι από φωτιά, υφίσταμαι πυράκτωση
ε) μτφ. γίνομαι δεκτός, εγκρίνομαι («τὰ λόγια κυρίου πεπυρωμένα», ΠΔ)
στ) ιατρ. προσβάλλομαι από καρδιαλγία
12. φρ. «πυροῦντὴν γεῡσιν [ή τὴν γλῶσσαν]» — το να παρέχει κάτι αίσθημα θερμότητας στη γεύση ή στη γλώσσα.