δράκοντας
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
Greek Monolingual
και δράκων και δράκος, ο (θηλ. δράκαινα και δράκισσα και δρακόντισσα, η) (AM δράκων
Μ και δράκος, θηλ. δράκαινα)
Ι. δράκοντας και δράκων (AM δράκων)
1. τεράστιο μυθικό φτερωτό ερπετό
2. οποιασδήποτε μορφής υπερφυσικό τέρας
3. επτακέφαλο τέρας με ουρά φιδιού, ο άρχων του κακού, ο σατανάς
4. διάβολος, πονηρό πνεύμα
5. αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου
μσν.- νεοελλ.
1. τύπος ιστιοφόρου
2. άνθρωπος δυνατός και άγριος
νεοελλ.
ονομασία διαφόρων σαυροειδών
αρχ.
1. ονομασία ψαριού
2. κηρύκειο, ραβδί του κήρυκα με ανάγλυφη παράσταση φιδιού
3. οφιοειδές περιδέραιο ή βραχιόλι
4. επίδεσμος
5. στρατιωτικό σώμα χιλίων ανδρών
6. νίτρο
II. δράκος
μσν.- νεοελλ.
1. ανθρωπόμορφο τέρας με υπερφυσική δύναμη και ταχύτητα
2. δράκοντας, φτερωτό φίδι
3. άνθρωπος υπερβολικά μεγαλόσωμος, γενναίος κ.λπ.
νεοελλ.
αβάφτιστο βρέφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στη λ. δράκων απαντά η συνεσταλμένη βαθμίδα drk- της ρίζας derk- (βλ. λ. δέρκομαι) και το θηλυκό δράκαινα επιβεβαιώνει την ύπαρξη -ν- στο θέμα του αρσενικού (πρβλ. λέων-λέαινα). Η λ. δράκος μεταπλασμένος τ. του δράκων (πρβλ. γέρος-γέρων, χάρος-Χάρων)].