ἁρμόδιος

From LSJ
Revision as of 16:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμόδιος Medium diacritics: ἁρμόδιος Low diacritics: αρμόδιος Capitals: ΑΡΜΟΔΙΟΣ
Transliteration A: harmódios Transliteration B: harmodios Transliteration C: armodios Beta Code: a(rmo/dios

English (LSJ)

α, ον, (ἁρμόζω) A fitting together, θύραι, metaph. of the lips, Thgn.422. II fitting, ἥβη Id.724; δεῖπνον Pi.N.1.21; ἀνθρώποις ἁρμόδιόν [ἐδτι] c. inf., Democr.187, cf. Aeschin.Socr.52; μέρη τῆς πολιτείας ἁ. τοῖς τηλικούτοις Plu.2.793a; πᾶν σῶμα ἁ. εἶναι ψυχῇ Aen.Gaz.Thphr.p.60 B.: Comp. -ώτερος, γάμος Hld.1.21: Sup. -ώτατος, ἔς τι Arr.Tact.16.4; also, agreeable, Parth.16.2. Adv. -ως Plu.Arist.24, PGiss.57.6 (vi/vii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμόδιος: -α, -ον, (ἁρμόζω) ὁ ἁρμόζων, προσαρμοζόμενος, πολλοῖς ἀνθρώπων γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται ἁρμόδιαι Θέογν. 422. ΙΙ. ἁρμόδιος, ἀνάλογος, φιλικός, ἀρεστός, ὁ αὐτ. 724· ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται Πινδ. Ν. 1. 31· ἁρμ. τόπος, κατάλληλος, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 1· πρβλ. ἁρμόζω ΙΙ. 2: - Ἐπίρρ. -ως Πλουτ. Ἀριστείδ. 24.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
bien ajusté, proportionné, convenable, agréable.
Étymologie: DELG R. Αρ, qui s’adapte, qui convient.

English (Slater)

ἁρμόδιος
   1 fitting ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται (N. 1.21)

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον Longin.12.5]
I bien ajustado θύραι fig. por los labios, Thgn.422.
II fig.
1 gener. adecuado, apropiado δεῖπνον Pi.N.1.21, σὺν δ' ἥβη γίνεται ἁρμοδία la juventud llega a su plenitud Thgn.724, παρεχόντων ... τἆλλα ἁρμόδια Hesperia 18.1949.58.18 (Andros V a.C.), τὸ πέρα καθεύδειν ... τοῖς τεθνηκόσι μᾶλλον ἤπερ τοῖς ζῶσιν ἁρμόδιον Aeschin.Socr.52, πολλὰ μέρη τῆς πολιτείας ἐχούσης ἁρμόδια καὶ πρόσφορα τοῖς τηλικούτοις Plu.2.793a, τῆς δὲ χύσεως ... ἁρμόδιος Longin.l.c., τὰ οὐδέτερα ἁρμόδιά ἐστιν τοῖς ἑνικοῖς A.D.Synt.224.5, ἔστιν ἐς πᾶσάν τε μεταβολὴν ἁρμοδιώτατον de una formación militar cerrada, Arr.Tact.16.4, τί γὰρ ἁρμοδιώτερον M.Ant.7.57
conveniente ἀνθρώποις ἁρμόδιον ψυχῆς μᾶλλον ἢ σώματος λόγον ποιεῖσθαι Democr.B 187, cf. D.C.38.28.2, de fórmulas pitagóricas αὐτὸ ψυχῇ τε καὶ σώματι ἁρμοδιώτατον Luc.Laps.5.
2 de pers. grato, agradable Περσεὺς ... τῇ γυναικὶ βουλόμενος ἁρμόδιος εἶναι Hegesipp.Hist.4, μέτριος, ἐπιεικής, ἁρμόδιος τῷ βίῳ Luc.Vit.Auct.26, cf. Ar.Fr.781, τόπος ἁ. καὶ προσφιλής Hsch.
ἁρμόδιοι· οἰκεῖοι, συγγενεῖς, φίλοι Hsch.
3 ἁ. μέλος· μέτρον Hsch., cf. Ἁρμόδιος II 1.
III adv. -ως apropiadamente ἁ. πρὸς τὴν ἀνατομήν Ach.Tat.3.22.5
debidamente ἀντιγραφῆναι ἁρμοδίως PGiss.57.6 (VI/VII d.C.).

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἁρμόδιος, -ία, -ιον)
ο κατάλληλος, ο υπεύθυνος ή ο ειδικός σε ένα θέμα
αρχ.
ο ταιριαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταρρηματικός σχηματισμός < (θ.) αρμοδ-, αρμόζω (πρβλ. κύριο όνομα Αρμόδιος)].

Greek Monotonic

ἁρμόδιος: -α, -ον (ἁρμόζω
I. προσαρμοζόμενος μαζί με, σε Θέογν.
II. καλοπροσάρμοστος, σύμφωνος, ταιριαστός, αρμονικός, στον ίδ.· επίρρ. -ως, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμόδιος:
1) соответствующий, подходящий, удобный (τόπος Arst.; τινι Luc. и πρός τι Plut.);
2) надлежащий, хорошо приготовленный (δεῖπνον Pind.).

Middle Liddell

ἁρμόζω
I. fitting together, Theogn.
II. well-fitting, accordant, agreeable, Theogn.:—adv. -ως, Plut.