πυραμίς

From LSJ
Revision as of 09:05, 31 October 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " usu. " to " usually ")

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρᾰμίς Medium diacritics: πυραμίς Low diacritics: πυραμίς Capitals: ΠΥΡΑΜΙΣ
Transliteration A: pyramís Transliteration B: pyramis Transliteration C: pyramis Beta Code: purami/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A pyramid, Hdt.2.8, 124, D.S.1.63, Str.17.1.33, OGI666.13 (Egypt, i A.D.), etc.; as a sepulchral monument, PLips. 30.14 (iii A.D.). 2 pyramid, as a geometrical figure, Pl.Ti. 56b, Arist.Cael.304a12, etc. b pyramidal number, Speus. ap. Theol.Ar.62. 3 name of a farm-building, IG22.2776.16; of a fountain, Arch.Anz.26.233 (Panticapaeum). II a sort of cake, Ephipp.13.5 (anap.); different from πυραμοῦς, acc. to Iatrocl. ap. Ath. 14.647c codd. (but dub., cf. πυραμοῦντα· τὴν πυραμίδα, Hsch.); ἡ ἐκ πυρῶν καὶ μέλιτος, ὥσπερ σησαμὶς ἡ ἐκ σησάμων καὶ μέλιτος, EM697.27. (Expld. by Gramm., etc., fr. πῦρ because pointed, Amm.Marc.22.15.29, cf. Pl.l.c.; from πυρός, St.Byz.: it is suggested that the pyramids were named from resembling a πυραμίς ΙΙ in shape; but the shape of a π. ΙΙ is unknown: the derivation from Egypt. pr-m-wś 'the height of a pyramid' is doubtful.)

German (Pape)

[Seite 820] ίδος, ἡ (ein ägyptisches Wort, das die Griechen bald auf πῦρ, bald auf πυρός zurückführen), die Pyramide, Her. u. Folgde. – Auch eine Kuchenart, wahrscheinlich von der Gestalt benannt, Ephippus bei Ath. XIV, 642 e. Vgl. πυραμοῦς, von dem es Iatrocles bei Ath. XIV, 647 c unterscheidet, γίγνεσθαι γὰρ ἐκ πυρῶν πεφωσμένων καὶ μέλιτι δεδευμένων.

Greek (Liddell-Scott)

πῡρᾰμίς: -ίδος, ἡ, τὸ γνωστὸν Αἰγυπτιακὸν οἰκοδόμημα, Ἡρόδ. 2. 8, 124 κἑξ., Διόδ. 1. 63, Στράβ. 808, κτλ. 2) ὡς γεωμετρικὸν σχῆμα, Πλάτ. Τίμ. 56Β, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 8, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. εἶδος πλακοῦντος, Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 2· διάφορος τοῦ πυραμοῦς, κατὰ τὸν Ἰατροκλ. παρ’ Ἀθην. 647C· «ἡ ἐκ πυρῶν καὶ μέλιτος, ὥσπερ σησαμὶς ἡ ἐκ σησάμων καὶ μέλιτος, τινὲς δὲ ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος αὐτῇ σχήματος, πλατέος κάτωθεν ὄντος καὶ εἰς ὀξὺ λήγοντος» κτλ. Ἐτυμολ. Μέγ. (Ὁ Kenrick δοξάζει ὅτι ὁ πλακοῦς οὗτος ἀπέληγεν εἰς ὀξὺ ἔχων σχῆμα πυραμίδος καὶ ὅτι ἐκ τούτου ἔλαβε τὸ ὄνομα μετὰ ταῦτα ἡ πυραμὶς ὡς τὰ σχήματα σφαῖρα, κύβος, κύλινδρος, κῶνος ἅπαντα ὠνομάσθησαν οὕτως ἐκ τῶν ὀνομάτων πραγμάτων ἐχόντων ἀνάλογον σχῆμα. Τινὲς ἐτυμολογοῦσι τὸ πυραμὶς ἐκ τοῦ πῦρ, ὡς ἐκ τοῦ εἰς ὀξὺ ἀπολήγοντος σχήματος αὐτῆς, ὡς τὸ τῆς φλογός, Ammian. Marcell. 22. 15, πρβλ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἕτεροι ἐκ τοῦ πυρός, ὡς εἰ αἱ πυραμίδες ἦσαν ἀποθῆκαι σιτηρῶν, Στέφ. Β.· ― ἀλλὰ πιθανῶς τὸ ὄνομα ὡς καὶ τὸ πρᾶγμα εἶναι Αἰγυπτιακά).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 = πυραμοῦς;
2 pyramide figure de géométrie;
3 pyramide égyptienne.
Étymologie: DELG πυρός, les sens 2 et 3 d’après la forme du gâteau.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, ΜΑ
βλ. πυραμίδα.

Greek Monotonic

πῡρᾰμίς: -ίδος, ἡ, πυραμίδα, γνωστό Αιγυπτιακό οικοδόμημα, σε Ηρόδ. (πιθ. αιγυπτ. λέξη).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυραμίς -ίδος, ἡ [~ πυρός?] piramide (als bouwwerk of geometr. figuur).

Russian (Dvoretsky)

πῡρᾰμίς: ίδος (ῐδ) ἡ (егип.) архит. и мат. пирамида Her., Plat., Arst., Diod.

Frisk Etymological English

-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: 1. pyramid (Hdt. a.o.). 2. kind of cake of roasted wheat-grains preserved in honey (Ephipp.), mostly πυραμοῦς, -οῦντος m. (Ar., Ephipp., Call. a.o.), also πυραμοί pl. m. (Artem.); after H. πύραμος also = χόρτος.
Derivatives: Besides πυράμη f. sickle (sch.), backformation from πυραμητός m. wheat-harvest (Arist. a.o.). πυραμιδο-ειδής pyramidal (Epicur.), usually haplolog. πυραμο-ειδής id. (Thphr. a.o.), -ιδικός id. (Iamb.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: In the sense of cake from πυρός wheat after σησαμ-ίς, -οῦς. After Diels KZ 47, 193 ff. (w. lit. and uncorrect formal analysis) the Egypt. pyramids were named after the (though unknown) form of the cake; on this Kretschmer Glotta 10, 243.

Middle Liddell

πῡρᾰμίς, ίδος, ἡ,
a pyramid, Hdt. [Prob. an Egypt. word.]

Frisk Etymology German

πυραμίς: -ίδος
{pūramís}
Grammar: f.
Meaning: 1. Pyramide (Hdt. u.a.) mit πυραμιδοειδής pyramidisch (Epikur.), gewöhnlich haplologisch πυραμοειδής ib. (Thphr. u.a.), -ιδικός ib. (Iamb.). 2. Art Kuchen aus gerösteten, in Honig eingemachten Weizenkörnern (Ephipp.), meist πυραμοῦς, -οῦντος m. (Ar.,Ephipp., Kall. u.a.), auch πυραμοί pl. m. (Artern.); nach H. πύραμος auch = χόρτος.
Derivative: Daneben πυράμη f. Sichel (Sch.), Rückbildung aus πυραμητός m. Weizenernte (Arist. u.a.).
Etymology : Im Sinn von Kuchen von πυρός Weizen nach σησαμίς, -οῦς. Nach Diels KZ 47, 193 ff. (m. Lit. und unrichtiger formaler Analyse) wurden die ägypt. Pyramiden nach der (allerdings nicht näher bekannten) Form des Kuchens benannt; dazu Kretschmer Glotta 10, 243.
Page 2,629