εξηγώ

From LSJ
Revision as of 20:00, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Greek Monolingual

και ξηγώ, -άω (AM ἐξηγῶ, -έω, Α και ἐξηγοῦμαι, -έομαι)
1. ερμηνεύω, διασαφώ («τούτων οἱ πολλοὶ ἐξηγούμενοι τὸν ποιητήν», Πλάτ.)
2. μεταφράζω
νεοελλ.
1. εκθέτω τα αίτια ενός γεγονότος ή φαινομένου («ἐξηγῶ τὴν ἔκλειψη τοῦ Ηλίου»)
2. μέσ. δίνω εξηγήσεις για να αποφευχθούν παρεξηγήσεις (εξηγήθηκα με τον συνεταίρο μου»)
3. ζητώ συγγνώμη
μσν.
1. μνημονεύω, αναφέρω
2. ορίζω, καθορίζω
αρχ.-μσν.
περιγράφω, διηγούμαι με λεπτομέρειες («τοιαῡτ' ἐμοῦ λόγοισιν ἐξηγουμένου», Αισχύλ.)
αρχ.
1. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι («τῶν δ' ἐξηγείσθω», Ομ. Ιλ.)
2. κατέχω κάτι, έχω στην κυριαρχία μου («εξηγοῦμαι τοῦ θρόνου»)
3. κυβερνώ, διοικώ
4. προηγούμαι, προπορεύομαι
5. δείχνω τον δρόμο, καθοδηγώ («ἅ δ' ἑκάτεροι ἐξηγεῑσθε τοῖς συμμάχοις», Θουκ.)
6. οδηγώ στράτευμα ως αρχηγός
7. υπαγορεύω σε κάποιον επίσημο κείμενο («αὐτὸς ἐξηγεῑτο τὸν νόμον [τοῦτον] τῷ κήρυκι», Δημοσθ.)
8. διατάζω («ποιἡσουσι τοῦτο, τὸ ἄν ἐκεῖνος ἐξηγέηται», Ηρόδ.)
9. (για μάντη) υποδεικνύω, συμβουλεύω («ὁ μάντις ἐξηγεῑτό σοι μητροκτονεῖν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -ηγώ, μόνο εν συνθέσει < ηγούμαι].