σκάφος
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
[ᾰ] (A), ὁ, A digging, hoeing, τότε δὴ σ. οὐκέτι οἰνέων the time for hoeing vines, Hes.Op.572; ὁ δεύτερος σ. τῶν νέων ἀμπέλων Gp. 3.4.5.
[ᾰ] (B), εος, τό, A hull of a ship, Hdt.7.182, Th.1.50; ἐν μέσῳ σκάφει S.Tr.803; ὑπτιοῦτο δὲ σκάφη νεῶν A.Pers.419; ναυτικὰ σ. S.Aj.1278; Ἀργοῦς σκάφος E.Med.1; ναὸς or νεὼς σ., poet. = ναῦς, Id.IT1345, al.: generally, ship, οὐδ' ἐπόντισε σκάφος A.Ag.1013 (lyr.), cf. Supp.440, Ar.Ach.541, D.9.69, BGU1755.4 (i B.C.), etc.; σκάφευς ἀνάσσων Alcm.72 (nisi leg. Καφεύς = Κηφεύς): metaph., πόλεως σκάφος the ship of the state, Ar.V.29. b τὸ ἴδιον κυβερνῆσαι σκάφος = 'paddle one's own canoe', Phld.Rh.2.294 S. 2 hollow of the external ear, Poll.2.85. II = σκαφεῖον, AP6.21.7.
German (Pape)
[Seite 891] τό, 1) das Graben; σκάφος οἰνέων, die rechte Zeit, Weinstöcke einzugraben oder zu behäufeln, Hes. O. 574, wo man mit veränderter Bdtg auch σκαφός hat schreiben wollen; – die Grube, bes. ein Wasserbehälter, Sp.; – das Grabscheit. – 2) jeder ausgehöhlte Körper; bes. Schiffsbauch, Schiff, ὑπτιοῦτο δὲ σκάφη νεῶν Aesch. Pers. 411, οὐδ' ἐπόντισε σκάφος Ag. 985; Suppl. 435; ναυτικὰ σκάφη, Soph. Ai. 1257; ἐν μέσῳ σκάφει θέντες σφε, Tr. 800; Ἀργοῦς σκάφος, Eur. Med. 1; πευκᾶεν, Androm. 864; auch ναὸς εἰσβήσω σκάφος, I. T. 742, vgl. Rhes. 392; πόντιον σκάφος, Troad. 1085; ἐκπλεύσας σκάφει, Ar. Ach. 515; auch τῆς πόλεως, Vesp. 29; Schiff Her. 7, 182; τὰ σκάφη τῶν νεῶν, Thuc. 1, 50; σκάφη κατάφρακτα, Pol. 16, 2, 10. – Bei Poll. 2, 85 die Höhlung des äußern Ohres.
Greek (Liddell-Scott)
σκάφος: [ᾰ], ὁ, (√ΣΚΑΠ, σκαφῆναι) τὸ σκάπτειν, ἡ σκαφεία, τότε δὴ σκ. οὐκέτι οἰνέων, ὁ καιρὸς τῆς σκαφῆς τῶν ἀμπέλων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 570· ὁ δεύτερος σκ. τῶν νέων ἀμπέλων Γεωπ. 3. 4, 5.
French (Bailly abrégé)
2ion. -εος, att. -ους (τό) :
carène de navire ; navire, vaisseau.
Étymologie: R. Σκαφ, creuser.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, ΜΑ
σκαφή, σκάψιμο, ανόρυξη («τότε δὴ σκάφος οὐκέτι οἰνέων» — κατάλληλος καιρός για το σκάψιμο των αμπελιών, Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. -ος τών αρσ.].
(II)
το, ΝΜΑ
1. σώμα κοίλο, σκαμμένο σε σχήμα σκάφης
2. το κύτος, το κύριο σώμα του πλοίου, που αποτελείται από το εξωτερικό περίβλημα, τα διαφράγματα, τα καταστρώματα, τους νομείς και τα ζυγά, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται τα εξαρτήματά του, δηλαδή οι ιστοί, τα ιστία κ.ά. («Ἀργοῦς σκάφος», Ευρ.)
3. συνεκδ. ολόκληρο το πλοίο (α. «τα αγγλικά πολεμικά σκάφη» β. «οὐδ' ἐπόντισε σκάφος», Αισχύλ.)
4. φρ. α) «το σκάφος της πολιτείας» και «τῆς πόλεως σκάφος» — η πολιτεία
β) «το σκάφος της Εκκλησίας» και «τῶν ἁγίων ἀποστόλων τὸ σκάφος» — η Εκκλησία
νεοελλ.
1. αεροσκάφος, αεροπλάνο
2. διαστημόπλοιο
3. φρ. «σκάφος πτερυγίου του αφτιού»
ανατ. η σκαφοειδής αύλακα
μσν.-αρχ.
μτφ.
1. το σώμα
2. ο κόσμος
αρχ.
1. το κοίλωμα του εξωτερικού αφτιού
2. σκαφείο
3. (κατά τον Ησύχ.) «σκάφος
πλοιάριον»
4. φρ. «τὸ ἴδιον κυβερνῆσαι σκάφος» — να φροντίζεις για τις υποθέσεις σου χωρίς να αναμιγνύεσαι στις υποθέσεις τών άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. -ος τών ουδ.].
Greek Monotonic
σκάφος: [ᾰ], -εος, τό (σκάπτω),
1. κοίλο μέρος του πλοίου, κύτος πλοίου, Λατ. alveus, σε Ηρόδ., Τραγ.· γενικά, πλοίο, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. = σκαφίς II, φτυάρι, σε Ανθ.
• σκάφος: [ᾰ], τό (σκάπτω), σκάψιμο, σκάλισμα· σκάφος οἰνέων, εποχή κατάλληλη για σκάλισμα των αμπελιών, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
σκάφος:
I (ᾰ) ὁ вскапывание, окапывание: σ. οἰνέων Hes. пора окапывания винограда.
εος (ᾰ) τό
1) досл. корабельный кузов, полость, корпус корабля, перен. корабль, судно: σκάφη τῶν νεῶν Aesch., Thuc. корабельные кузова, т. е. корабли; Ἀργοῦς σ. Eur. корабль Арго; σ. πόλεως Arph. государственный корабль, т. е. государство;
2) мотыга или заступ Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκάφος -ου, ὁ [σκάπτω] het spitten.
σκάφος -εος, contr. -ους, τό [σκάπτω] romp, ruim (van schip); alg. schip:; τοῦ … σκάφεος ἐκράτησαν οἱ βάρβαροι de barbaren maakten zich meester van het schip Hdt. 7.182; overdr.. τὸ σκάφος τῆς πόλεως het schip van staat Aristoph. Ve. 29.
Middle Liddell
σκᾰ́φος, ὁ, σκάπτω
a digging, hoeing, σκάφος οἰνέων the time for hoeing vines, Hes.
σκᾰ́φος, ος, εος, τό, σκάπτω
I. the hull of a ship, Lat. alveus, Hdt., Trag.:—generally, a ship, Aesch., Ar., etc.
II. = σκαφίς II, Anth.