ἀφειδής

From LSJ
Revision as of 16:00, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφειδής Medium diacritics: ἀφειδής Low diacritics: αφειδής Capitals: ΑΦΕΙΔΗΣ
Transliteration A: apheidḗs Transliteration B: apheidēs Transliteration C: afeidis Beta Code: a)feidh/s

English (LSJ)

ές, (φείδομαι) A not sparing of, νεῶν καὶ πεισμάτων A.Ag.195 (lyr.); ἀ. δείματος lightly regarding it, A.R.4.1252; ἀ. πρὸς τὸν ἔρωτα Call.Epigr.47.7: Sup. -έστατοι, τῶν ἀγαθῶν D.Chr.1.24. 2 of things, ἀ. ὁ κατάπλους καθεστήκει the landing was made without regard to cost or risk, Th.4.26; not spared, lavishly bestowed, χρυσός Call.Cer.128; δῶρα AP11.59 (Maced.). II Adv. -δῶς, Aeol. and Ion. -δέως Alc.34, Hdt.1.163, al., Ep. -δείως A.R.3.897:—freely, lavishly, Alc.l.c.; διδόναι Hdt. l.c., D.18.88; ἀ. ἀπιέναι τὰ τοξεύματα Hdt.9.61: Comp. -έστερον, ταῖς λέξεσι χρῆσθαι Hermog.Id.2.11; unsparingly, ὁρμῆσαι πρὸς τὸν πόλεμον D.11.2. 2 without mercy, κατακόψαι Hdt.1.207; φονεύειν Id.9.39; χρώμενον Democr.159; κολαζόντων ἀφειδέστερον ἢ ὡς δεσπόται, -έστατα τιμωρεῖν, X.Cyr.4.2.47, An.1.9.13; ἀ. ἔχειν ἑαυτῶν Arist. Pol.1315a29, cf. Paus.4.4.8.

German (Pape)

[Seite 408] ές (φείδομαι), 1) nicht schonend, nicht sparend, τινός Aesch. Ag. 188; τοῦ βίου Arist. Eth. 4, 3; vgl. τοῖς δὲ ἀφειδὴς ὁ κατάπλους ἐγίγνετο, sie landeten, ohne sich zu schonen, Thuc. 4, 26; freigebig, Plut. Aem. P. 4; nicht achtend, δείματος, ohne Furcht, Ap. Rh. 4. 1252; keine Mühe sparend, keine Arbeit scheuend, ἀφειδῶς ἑαυτὸν εἰς τὰ πράγματα διδούς Dem. 18, 88, wie ἀφειδῶς ὁρμῆσαι πρὸς τὸν πόλεμον 11, 2; aber auch = streng, hart, schonungslos, ἀφειδέστερον κολάζειν ἢ οἱ δεσπόται Xen. Cyr. 4, 2, 47; so bes. Sp., ἀφειδῶς χρῆσθαί τινι Plut.; κολάζειν, ἀναιρεῖν, Herodian. 3, 4. 8, 13. – 2) nicht gespart, reichlich, Callim. Cer. 128; ἀναλώματα Herodian. 2, 7. – Adv. ἀφειδῶς, ion. ἀφειδέως, z. B. διδόναι, reichlich geben, Her. 1, 163; φονεύω, schonungslos, 9, 39; ἀφειδῶς ἔχειν τινός, etwas nicht sparen. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφειδής: -ές, (φείδομαι) ὁ μὴ φειδόμενος, δαψιλής, ἀφθόνως παρέχων τι, νεῶν τε καὶ πεισμάτων ἀφειδεῖς Αἰσχύλ. Ἀγ. 195· ἀφ. δείματος, ὀλίγον φροντίζων περὶ αὐτοῦ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1252· ἀφ. πρός τι Καλλ. Ἐπιγράμμ. 47. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀφ. ὁ κατάπλους καθεστήκει, ἔγεινε χωρὶς νὰ ληφθῇ ὑπ’ ὄψει ἡ δαπάνη ἢ ὁ κίνδυνος, Θουκ. 4. 26· ὃν δὲν φείδεταί τις, δαψιλῶς χορηγούμενος, Καλλ. εἰς Δήμ. 128, Ἀνθ. Π. 11. 59· ἀφειδέες ἀγῶνες Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 1064. 12. ΙΙ. Ἐπίρρ. -δῶς, Ἰων. -δέως, Ἀλκαῖος 34, Ἡρόδ. (Ἐπ. -δείως, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 897)· ἀφθόνως, Ἀλκαῖος ἔνθ’ ἀν.· διδόναι Ἡρόδ. 1. 163, Δημ. 255. 7· ἀφ. ἀπιέναι τὰ τοξεύματα Ἡρόδ. 9. 61· - ὡσαύτως ἄνευ φειδοῦς κόπων, μετὰ πάσης προθυμίας, Δημ. 152, ἐν τέλ. 2) ἀνηλεῶς κατακόψαι Ἡρόδ. 1. 207· φονεύειν ὁ αὐτ. 9. 39· ἀφειδέστερον κολάζειν, ἀφειδέστατα τιμωρεῖν Ξεν. Κύρ. 4. 2, 47, Ἀν. 1. 9, 13· ἀφ. ἔχειν ἑαυτῶν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 31, πρβλ. Παυσ. 4. 4, 8.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui n’épargne pas, qui ne ménage pas, prodigue de, gén. ; abs. ἀφειδὴς κατάπλους THC débarquement de matelots qui ne cherchent pas à ménager leurs barques.
Étymologie: ἀ, φείδομαι.

Spanish (DGE)

-ές
• Morfología: [jón. ép. plu. ἀφειδέες A.R.4.1252]
I de cosas y bienes
1 no escatimado, gastado con largueza, derrochado, abundante χρυσός Call.Cer.127, ἐπιθύσεις ἀφειδεῖς λιβανωτοῦ καὶ ἀρωμάτων IGLS 1.142 (Comagene I a.C.), δῶρα AP 11.59 (Maced.), ἀναλώματα Hdn.2.7.2
ἀ. ταῦρος toro de gran tamaño Aristocl.SHell.206
compar. neutr. como adv. profusamente ἀφειδέστερον ... χρῆσθαι Hermog.Id.2.11 (p.397).
2 realizado sin reparar en gastos κατάπλους Th.4.26.
II de anim. y fuerzas naturales
1 c. gen. que no repara, que no se cuida πνοαὶ ... ναῶν τε καὶ πεισμάτων ἀφειδεῖς A.A.196, τοῦ βίου Arist.EN 1124b8, δείματος A.R.4.1252, τῆς ψυχῆς Iambl.Protr.20 (p.98)
abs. inexorable, indiferente καταπρίσσομαι κόμας ἀ φειδεῖ χερί A.Fr.451h.7, cf. Nonn.D.15.296, ἀφειδέα ποττὸν Ἔρωτα Call.Epigr.46.7, ἀφειδέι κύματος ὁρμῇ Nonn.D.32.156, cf. 11.459
compar. y sup. neutr. como adv. inexorablemente κολάζειν ἀφειδέστερον X.Cyr.4.2.27, ἀφειδέστατα πάντων ἐτιμωρεῖτο X.An.1.9.8.
2 de pers. generoso, pródigo, liberal c. gen. τῶν ἀγαθῶν D.Chr.1.24, χρημάτων D.C.40.62.2, c. ac. de rel. ἀφειδὴς τὴν γλώτταν deslenguado Poll.8.81, abs. χεῖρ Nonn.D.19.118.
III adv. -ῶς, tb. -έως, -είως
1 generosa, pródigamente, sin reparar en gastos (Ἀργανθώνιος) ἐδίδου δὲ ἀ. Hdt.1.163, cf. Alc.338, Hdt.1.207 (bis), D.18.88, ἐν ταῖς περὶ τὴν ἑορτὴν δαπάναις ... ἀ. διέκειτο Isoc.16.34, εἰ ... μολπῇ ἀ. κορέσωμεν A.R.3.897, cf. Hld.5.29.2, Philostr.Im.1.12, χαρίζεσθαι Zen.1.36
con todo tipo de medios ἀ. ὁρμῆσαι πρὸς τὸν πόλεμον D.11.2
sin tasa ἀπίεσαν τῶν τοξευμάτων πολλὰ ἀ. Hdt.9.60, ὁ δίκαιος ... οἰκτίρει ἀ. LXX Pr.21.26.
2 sin reparos, sin cuidarse ἀ. γὰρ ἑαυτῶν ἔχουσιν οἱ διὰ θυμὸν ἐπιχειροῦντες Arist.Pol.1315a29, cf. Paus.4.4.8, κόμας ἀ. λύεται Hld.6.8.3.
3 sin miramientos, inexorablemente αἰτιασάμενος Democr.B 159, ἐφόνευον Hdt.9.39, cf. LXX 2Ma.5.6, 12, D.C.74.13.2, Hld.5.32.2, POxy.1885.8, PMasp.19.19 (ambos VI d.C.).

Greek Monolingual

-ές (AM ἀφειδής, -ές)
Ι. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δαπανά, που ξοδεύει χωρίς φειδώ, γενναιόδωρος ή σπάταλος
2. (για πράγματα) αυτός που παρέχεται ή συντελείται χωρίς φειδώ, άφθονος
II. επίρρ. αφειδώς
1. χωρίς φειδώ, απλόχερα
2. αλύπητα, χωρίς έλεος
αρχ.
αυτός που δεν δίνει σημασία, που περιφρονεί κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -φειδής < φείδομαι (πρβλ. βιοφειδής, πολυφειδής)].

Greek Monotonic

ἀφειδής: -ές (φείδομαι
I. 1. γενναιόδωρος ή σπάταλος σ' ένα πράγμα, με γεν., σε Αισχύλ.
2. για πράγμα, αυτό που γίνεται χωρίς εκτίμηση του κόστους ή του κινδύνου, σε Θουκ.
II. 1. επίρρ. -δῶς, Ιων. -δέως, ελεύθερα, άφθονα, σε Ηρόδ., Δημ.· επίσης, αφειδής στους κόπους, με πολλή προθυμία, στον ίδ.
2. ανηλεώς, χωρίς έλεος, σε Ηρόδ.· συγκρ. -έστερον, υπερθ. -έστατα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀφειδής:
1) не щадящий, не жалеющий (νεῶν καὶ πεισμάτων Aesch.; βίου Arst.; τῶν ἰδίων ἐγκομίων Plut.);
2) не считающийся с опасностями (κατάπλους Thuc.);
3) щедрый (εὐδάπανος καὶ ἀ. Plut.; δῶρα Λυαίου Anth.).

Middle Liddell

φείδομαι
I. unsparing or lavish of a thing, c. gen., Aesch.
2. of actions, done without regard to cost or risk, Thuc.
II. adv. -δῶς, ionic -δέως, freely, lavishly Hdt., Dem.:—also sparing no pains, with all zeal, Dem.
2. unsparingly, without mercy, Hdt.; comp. -έστερον, Sup. -έστατα, Xen.

English (Woodhouse)

unsparing of

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)