Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σχετικός

From LSJ
Revision as of 10:35, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχετικός Medium diacritics: σχετικός Low diacritics: σχετικός Capitals: ΣΧΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: schetikós Transliteration B: schetikos Transliteration C: schetikos Beta Code: sxetiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for holding firm, retentive, τινος Plu.2.428d, 725b: abs., ib.952b; stable, permanent, σ. τυπώσεις Stoic.2.229. II relative, Iamb. in Nic.p.11 P. Adv.-κῶς, Dam.Pr.131. III depending on a σχέσις 1.1, temporary, πυρετός, opp. ἑκτικός, Gal.10.533. Adv. -κῶς as the result of precarious conditions, opp. ἀπὸ ἕξεως καὶ διαθέσεως, Ph.1.129, cf. Sor.1.43.

German (Pape)

[Seite 1054] 1) haltend, festhaltend, abhaltend, zurückhaltend, τινός, Plut. Symp. 8, 5, 1, öfter. – 2) in der Logik = relativ, bezüglich.

Greek (Liddell-Scott)

σχετικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἐπίσχεσιν ἢ ἀναχαίτισιν, ἀνασταλτικός, τινος Πλούτ. 2. 428Ε, 725Α· ἀπολ., αὐτόθι 952Β, κλπ. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὡς καὶ νῦν, σχετικός ὡσαύτως, οὐχὶ οὐσιώδης, τυχαίως.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui maintient;
2 qui retient, gén. ; abs. astringent.
Étymologie: ἔχω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σχετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που έχει σχέση αναλογίας ή ομοιότητας με κάποιον άλλο, συναφής (α. «σχετικές έννοιες» — έννοιες τών οποίων τα αντικείμενα σχετίζονται, όπως λ.χ. αιτία και αιτιατό, ωκεανός και πέλαγος
β. «πεπρᾱχθαί φησι κατ' ἀλήθειαν ἢ κατὰ συνάφειαν σχετικὴν δουλοπρεποῦς καὶ ἀνυποστάτου μορφῆς», Θεοδώρ.)
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που διατηρεί φιλικές σχέσεις με κάποιον, οικείος, γνώριμος
2. αυτός που υφίσταται υπό όρους, που εξαρτάται από ορισμένους όρους, εξαρτημένος, σε αντιδιαστολή προς τον απόλυτο («το βάρος του ανθρώπου είναι σχετικό με το ύψος του»)
3. συνεκδ. αυτός που υπάρχει σε μικρή ποσότητα, μέτριος, αρκετός («έχει σχετική μόρφωση»)
4. το ουδ. ως ουσ. το σχετικό
(φιλοσ.) α) έννοια με την οποία υποδηλώνεται ότι τα αντικείμενα, τα γεγονότα και οι διαδικασίες της αντικειμενικής πραγματικότητας εξαρτώνται από άλλα αντικείμενα, γεγονότα ή διαδικασίες
β) αυτό που εξαρτάται από ένα υποκείμενο, το υποκειμενικό, όπως λ.χ. είναι τα αισθήματα του θερμού και του ψυχρού, που ποικίλλουν από άτομο σε άτομο, σε αντιδιαστολή προς το αντικειμενικό, που ισχύει για όλα τα άτομα ομοίως
5. φρ. «σχετική κίνηση»
φυσ. κίνηση αναφερόμενη σε σύστημα το οποίο δεν θεωρείται ακίνητο, όπως λ.χ. είναι η κίνηση ενός βλήματος ως προς τη Γη
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επίσχεση, στη συγκράτηση, ανασταλτικός
2. σταθερός, μόνιμος
3. πρόσκαιρος, παροδικός («σχετικὸς πυρετός», Γαλ.).
επίρρ...
σχετικώς / σχετικῶς, ΝΜΑ, και σχετικά Ν
νεοελλ.
1. εξαρτημένα, υπό όρους, σε αντιδιαστολή προς το απολύτως
2. σε αρκετό βαθμό («είναι σχετικά όμορφη»)
νεοελλ.-μσν.
σε σχέση με κάτι άλλο, αναφορικά με
μσν.-αρχ.
με ευμενή, ευνοϊκή διάθεση, φιλικά
αρχ.
ως αποτέλεσμα πρόσκαιρης κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχε- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. ἔχω (πρβλ. σχέσθαι, σχέσις, σχετέος) + κατάλ. -τικός (πρβλ. βοηθη-τικός). Το επίθ. με την αρχ. σημ. «ανασταλτικός» διατηρεί τη σημ. της ρίζας του έχω segh- «κρατώ στερεά» (πρβλ. σχετέος, σχετήριον)].

Russian (Dvoretsky)

σχετικός:
1) удерживающий, закрепляющий: σχετικαὶ τυπώσεις Plut. удерживающие(ся) впечатления;
2) сдерживающий, закрепляющий, вяжущий (δύναμις Plut.);
3) сохраняющий, предохраняющий (от гниения) (ἡ ψυχρότης Plut.).