Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάρτισις

From LSJ
Revision as of 17:45, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρτῐσις Medium diacritics: κατάρτισις Low diacritics: κατάρτισις Capitals: ΚΑΤΑΡΤΙΣΙΣ
Transliteration A: katártisis Transliteration B: katartisis Transliteration C: katartisis Beta Code: kata/rtisis

English (LSJ)

εως, ἡ, A restoration, 2 Ep.Cor.13.9. II training, discipline, Plu.Alex.7. III = καταρτισμός ΙΙ, Paul.Aeg.6.99.

German (Pape)

[Seite 1376] ἡ, das Einrichten, Zurechtmachen, Wiederherstellen, καὶ παιδεία Plut. Them. 2, vgl. Alex. 7.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρτῐσις: -εως, ἡ, ἐπανόρθωσις, Β’ Ἐπιστ. π. Κορ. ιγ΄, 9. ΙΙ. γύμνασις ἵππων, Πλουτ. Θεμιστ. 2 (ἀλλ. κατάρτυσιςπαίδευσις, παιδεία, ἀγωγή, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 7.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
bonne direction.
Étymologie: καταρτίζω.

English (Strong)

from καταρτίζω; thorough equipment (subjectively): perfection.

English (Thayer)

καταρτισεως, ἡ (καταρτίζω, which see), a strengthening, perfecting, of the soul (Vulg. consummatio): a training, disciplining, instructing, Plutarch, Themistius, 2,7 (variant); Alex. 7,1.)

Greek Monotonic

κατάρτῐσις: -εως, ἡ,
I. επανόρθωση, σε Καινή Διαθήκη
II. εκπαίδευση, αγωγή, πειθαρχία, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάρτισις -εως, ἡ [καταρτίζω] opleiding; verbetering.

Russian (Dvoretsky)

κατάρτῐσις: εως ἡ
1) руководство, управление, воспитание (κ. καὶ παιδεία Plut.);
2) исправление, (у)совершенствование NT.

Middle Liddell

κατάρτῐσις, εως [from καταρτίζω
I. restoration, NTest.
II. a training, education, discipline, Plut.

Chinese

原文音譯:kat£rtisij 卡特-阿而提西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-裝備(著)
字義溯源:完全裝備,完全;源自(καταρτίζω)=徹底完成);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἄρτιος)=完備的)組成;其中 (ἄρτιος)出自(ἄρτι)=現在),而 (ἄρτι)出自(αἴρω)*=懸掛)
同源字:1) (ἄρτιος)新到的,完備的 2) (καταρτίζω)徹底完成 3) (κατάρτισις)完全裝備比較: (τελείως)=完全地
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編
1) 完全(1) 林後13:9