φοινικίς

From LSJ
Revision as of 08:46, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινικίς Medium diacritics: φοινικίς Low diacritics: φοινικίς Capitals: ΦΟΙΝΙΚΙΣ
Transliteration A: phoinikís Transliteration B: phoinikis Transliteration C: foinikis Beta Code: foiniki/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A red or purple cloth, Ar.Pl.731,735; used for horses, X.Cyr.8.3.12. 2 red cloak, Ar.Ach.320 (troch.); φοινικίδ' ὀξεῖαν πάνυ a red cloak as bright as bright can be, Id.Pax 1173, cf. 1175 (both troch.): esp. the dark-red military cloak of the Lacedaemonians, Id.Lys.1140, X.Lac.11.3, Arist.Fr.542; also worn by Persians, X.Cyr.6.4.1, cf. φοινικιστής ΙΙ; by Macedonians, Plu. Aem.18, etc.; distinguished from πορφυρίς, X.Cyr.8.3.3. 3 red curtain or carpet, Aeschin.3.76 (pl.). 4 red flag hung out as the signal for action, Plb.2.66.11, D.S.13.77, etc.; generally, red banner, φοινικίδας ἀνασείειν, a form in solemn curses or excommunications, Lys.6.51. 5 ornamental palm-tree, Inscr. Délos314B137 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1295] ίδος, ἡ, 1) purpurrothes, übh. roth gefärbtes Tuch, Kleid; φοινικίδας ἀνέσεισαν Lys. 6, 51, dies thaten die Priester beim Ausspruche eines Fluches über Einen; Decke, rother Vorhang, Aesch. 3, 76. – 2) auf den Schiffen eine rothe Flagge, mit der der Admiral das Zeichen zum Angriffe gab, übh. rothe Fahne, Pol. 2, 66, 11 D. Sic. 14, 26. – 3) das dunkelrothe Kriegskleid der Lacedämonier, Xen. Lac. 11, 3 Pl ut. Lycurg. 27 Schol. Ar. Ach. 320 Ael. V. H. 6, 6. – 4) eine rothe Tafel unter hochhangenden Gemälden, um den Gegenstand derselben anzuzeigen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκίς: -ίδος, ἡ, (φοῖνιξ) ἐρυθρὸν ἢ πορφυροῦν ὕφασμα, Ἀριστοφ. Πλ. 731. 735· ἐν χρήσει ὡς κάλυμμα τῶν ἵππων, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 3, 12. 2) ἐρυθρὸν ἱμάτιον, Λατ. punicea vestis, καταξαίνειν τὸν ἄνδρα τοῦτον ἐς φοινικίδα, «λίθοις αὐτὸν αἱμάσσειν ὥστε φοινικοῦν αὐτῷ ποιῆσαι τὸ σῶμα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 320· φοινικίδ’ ὀξεῖαν πάνυ, κόκκινον φόρεμα ὡς οἷόν τε λαμπρόν, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1173, πρβλ. 1175· μάλιστα δὲ τὸ βαθέος ἐρυθροῦ χρώματος στρατιωτικὸν ἱμάτιον τῶν Λακεδαιμονίων, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 1140, Ἀριστ. Ἀποσπ. 499· ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ, Schneid. Ξεν. Λακ. Πολ. 11. 3, Θωμ. Μάγ. σ. 899· ― ὅμοιον ἐπανωφόριον ἐφόρουν οἱ Πέρσαι, Schneid. εἰς Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 4, 1, πρβλ. τὸ ἑπόμ.· ὡσαύτως οἱ Ρωμαῖοι, Πλουτ. Αἰμίλ. 18, κλπ.· διεστέλλετο δὲ τοῦτο ἀπὸ τῆς πορφυρίδος, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 3, 3. 3) ἐρυθρὸν παραπέτασματάπης, Αἰσχίνης 64. 27. 4) ἐρυθρὰ σημαία, δι’ ἧς ἐδηλοῦτο ἡ διαταγὴ πρὸς ἔναρξιν τῆς μάχης, Πολύβ. 2. 66, 11, Διόδ. 13. 17, κλπ. ― καθόλου, ἐρυθρὰ σημαία, φοινικίδα ἀνασείειν, ὅπερ ἐγίνετο ἐπὶ καταρῶν ἢ ἀφορισμῶν ἀπὸ τῆς κοινωνίας, Λυσίας 107. 50. 5) ἐρυθρὸν πινάκιον ὑπὸ εἰκόνας ὑψηλὰ ἀναρτημένας, δηλοῦν τὴν σημασίαν τῆς παραστάσεως, Ἰω. Χρυσ. εἰς τοὺς Ψαλμ. 50, σ. 692, καὶ ἐν Ὁμιλ. 71, τ. 6, σ. 725.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
étoffe d’un rouge écarlate (couverture de cheval, vêtement de guerre, tapis, bannière, etc.).
Étymologie: φοῖνιξ¹.

Greek Monolingual

(I)
-ίδος, ΜΑ
βλ. φοινικίδα.
(II)
-ίδος, ἡ, Α
είδος κοσμήματος με σχήμα παρόμοιο με το σχήμα του καρπού του φοίνικα (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δένδρου» + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. φλομ-ίς)].

Greek Monotonic

φοινικίς: -ίδος, ἡ (φοῖνιξ),
1. κόκκινο ή πορφυρό ρούχο, σε Αριστοφ., Ξεν.
2. ερυθρός χιτώνας, σε Αριστοφ.· φοινικίδ' ὀξεῖαν πάνυ, κόκκινος χιτώνας (φόρεμα) πάρα πολύ λαμπερό.
3. κόκκινη κουρτίνα ή χαλί, σε Αισχίν.
4. κόκκινη σημαία, σε Λυσ., Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκίς: ίδος ἡ φοῖνιξ I]
1) пурпурная ткань Arph.;
2) пурпурная попона Xen.;
3) пурпурный плащ, багряница Arph., Xen., Plut.;
4) пурпурный ковер Aeschin.;
5) пурпурное знамя Lys., Polyb., Diod.

Middle Liddell

φοινῑκίς, ίδος, ἡ, φοῖνιξ
1. a red or purple cloth, Ar., Xen.
2. a red cloak, Ar.; φοινικίδ' ὀξεῖαν πάνυ a red cloak as bright as bright can be, Ar.
3. a red curtain or carpet, Aeschin.
4. a red flag, Lys., Polyb.

English (Woodhouse)

purple cloak

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)