Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φωράω

From LSJ
Revision as of 12:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis, 109-11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωράω Medium diacritics: φωράω Low diacritics: φωράω Capitals: ΦΩΡΑΩ
Transliteration A: phōráō Transliteration B: phōraō Transliteration C: forao Beta Code: fwra/w

English (LSJ)

fut. άσω [ᾱ] Ar.Nu. 499, etc.: (φώρ, φωρά): A search after a thief or theft, search a house to discover stolen goods, φωράσων ἔγωγ' εἰσέρχομαι Ar.l.c., cf. Ra.1363 (lyr.); φωρᾶν παρά τινι Pl.Lg.954a. 2 generally, detect, discover, τὰ πλεῖστα φωρῶν αἰσχρὰ φωράσεις S.Fr.853; οὐδένα ἄν τις φωράσαι τῶν . . καλουμένων δυνατῶν . . ῥητόρων ὅς οὐ . . Phld.Rh.2.247 S.: freq. c. part., ἀργύριον πῶς φωράσειεν ἄν τις ἐξαγόμενον; X.Vect.4.21; τοῦτο φ. δρῶντας ἡμᾶς Pl.Ti.63c; φ. τινὰς ἐπιβουλεύσαντας Arist.Pol.1306b30; ψεῦδος ὂν ἐφωράσαμεν Phld.Mus.p.55 K.: c. acc. et inf., τὸν Ἀχιλλέα ἐρᾶν πεφώρακας Philostr.Im.2.7:—Pass., to be detected, D.2.10; πεφωραμένος ἐπὶ τοιαύτῃ πράξει Plb.6.56.15; ὁ φωραθείς BGU1730.8 (i B. C.): mostly c. part., φωραθῆναι τὰ ψευδῆ μεμαρτυρηκώς D.45.19; κλέπτης ὢν φ. Id.22.71, cf. 21.41; εἴ τις φωραθείη φυτεύσας IG7.2226.28 (Thisbe, iii A. D.); ἀδύνατος ὢν φ. Th.8.56: also with Adjs., κακὸς (sc. ὤν) ἐφωράθη φίλοις E.Or.740 (troch.), cf. Jul.Or.2.62a: c. inf., Ἑλληνικὸν εἶναι πεφ. Plu.2.714d.

German (Pape)

[Seite 1322] dem Diebe od. dem Diebstahle nachspüren, Haussuchung halten, um einen Diebstahl zu entdecken, Ar. Ran. 1359 Nubb. 491; παρά τινι, Plat. Legg. XII, 954 a; den Dieb entdecken, auf der That ertappen, übh. eine verborgene Sache ausspüren, entdecken, τὰ πλεῖστα φωρῶν αἰσχρὰ φωράσεις βροτῶν Soph. frg. 732; κακὸς ἐφωράθη Eur. Or. 738, überführen; φωραθεῖεν τὰ ψευδῆ μεμαρτυρηκότες Dem. 45, 19; οὐκ ἂν ὁμοίως κλέπτης ὢν ἐφωρῶ 22, 71; ἀργύριον ἐφωράθη ἐξαγόμενον Xen. vect. 4, 21; πεφωραμένος ἐπὶ πράξει Pol. 5, 56, 15; Strat. 11 (XII, 13); Plut. Thes. 35 Rom. 3 u. öfter, u. a. Sp., ἐφωράθης τεθνεώς Luc. M. D. 20, 4.

Greek (Liddell-Scott)

φωράω: μέλλ. άσω [ᾱ]· (φώρ, φωρά)· ― ἀναζητῶ κλέπτην ἢ κλοπιμαῖα, ἐρευνῶ οἰκίαν πρὸς ἀνακάλυψιν κλοπιμαίων, φωράσων ἔγωγ’ εἰσέρχομαι Ἀριστοφ. Νεφ. 499, πρβλ. Βατρ. 1363· φωρᾶν τι παρά τινι Πλάτ. Νόμ. 954Α κἑξ. 2) καθόλου, ἀνακαλύπτω, ἀνευρίσκω, τὰ πλεῖστα φωρῶν αἰσχρὰ φωράσεις Σοφ. Ἀποσπ. 732· μετὰ μετοχ., φ. δρῶντά τι Πλάτ. Τίμ. 63C· φ. τινας ἐπιβουλεύσαντας Ἀριστ. Πολ. 5. 7, 2. ― Παθ., ἀνακαλύπτομαι, Δημ. 21. 3· πεφωραμένος ἐπὶ τοιαύτῃ πράξει Πολύβ. 5. 56, 15· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ μετοχ., φωραθῆναι τὰ ψευδῆ μεμαρτυρηκὼς Δημ. 1107. 4· κλέπτης ὢν ἐφωρῶ ὁ αὐτ. 615. 19· δείσας μὴ πάνυ φωραθῇ ἀδύνατος ὢν Θουκ. 8. 56· καὶ οὕτω, κακὸς [ὢν] ἐφωράθη φίλοις Εὐρ. Ὀρ. 740· μετ’ ἀπαρ., Ἑλληνικὸν εἶναι πεφ. Πλούτ. 2. 714D· ― ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ἀργύριον μὲν γὰρ πῶς καὶ φωράσειεν ἄν τις τὸ δημόσιον ἐξαγόμενον, ὁμοίου τοῦ ἰδίου ὄντος αὐτῷ; Ξεν. Πόροι 4, 21.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 faire des perquisitions pour découvrir un objet volé;
2 prendre sur le fait un voleur, ou p. ext. un malfaiteur quelconque ; Pass. être pris sur le fait : Ἑλληνικὸν εἶναι πεφωρᾶσθαι PLUT être pris sur le fait, convaincu d'être partisan des Grecs.
Étymologie: φώρ.

Greek Monotonic

φωράω: μέλ. -άσω [ᾱ],
1. ψάχνω κλέφτη ή ερευνώ μια κλοπή, κάνω έρευνα σε σπίτι, σε Αριστοφ.
2. σε Παθ., ανακαλύπτομαι, σε Δημ.· με μτχ., κλέπτης ὢν φωρᾶσθαι, σε Δημ.· ομοίως, κακὸς ὢν ἐφωράθη φίλοις, σε Ευρ.· επίσης λέγεται για πράγματα, ἀργύριον ἐφωράθη ἐξαγόμενον, παράνομα χρήματα ανακαλύφθηκαν να βρίσκονται σε διαδικασία εξαγωγής, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

φωράω:
1) искать вора или украденную вещь, производить обыск (εἰσελθὼν φωράσω Arph.): φ. τι παρά τινι Plat. разыскивать что-л. (украденное) у кого-л.;
2) изобличать, раскрывать: ταὐτὸν τοῦτό τινα φωρᾶσαι δρῶντά τι Plat. уличить кого-л. в тех же самых действиях; φωρᾶσαί τινας ἐπιβουλεύσαντας Arst. изобличить кого-л. в составлении заговора; τὰ τοιαῦτα τῷ χρόνῳ φωρᾶται Dem. подобные вещи обнаруживаются со временем; πεφωραμένος ἐπὶ πράξει Polyb. пойманный на месте преступления; κλέπτης ὢν φωρᾶται Dem. он уличен в воровстве; φωραθῆναι τὰ ψευδῆ μεμαρτυρηκώς Dem. быть уличенным в лжесвидетельстве; Ἑλληνικὸν εἶναι πεφωρᾶσθαι Plut. быть уличенным в сочувствии грекам; δείσας μὴ φωραθῇ ἀδύνατος ὤν Thuc. опасаясь, как бы его не сочли бессильным.

Middle Liddell

φωράω, fut. -άσω [from φωρά
1. to search after a thief or theft, search a house, Ar.
2. in Pass. to be detected, Dem.; with part., κλέπτης ὢν φωρᾶσθαι Dem.; so, κακὸς [ὢν] ἐφωράθη φίλοις Eur.:—also of things, ἀργύριον ἐφωράθη ἐξαγόμενον money was discovered to be in course of exportation, Xen.