παλαιστής

From LSJ
Revision as of 14:23, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιστής Medium diacritics: παλαιστής Low diacritics: παλαιστής Capitals: ΠΑΛΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: palaistḗs Transliteration B: palaistēs Transliteration C: palaistis Beta Code: palaisth/s

English (LSJ)

(A), οῦ, ὁ, (παλαίω) A wrestler, Od.8.246, Hdt.3.137, Pl. Lg.819b, Trag.Adesp.383.3, etc.; ἄνδρες π. Ar.Lys.1083; παῖδες π. CIG1969 (Thessalonica); σὺν σάκει… π., of soldiers, S.Fr.859 (lyr.). 2 generally, rival, adversary, τοῖον π. νῦν παρασκευάζεται ἐπ' αὐτὸς αὑτῷ A.Pr.920; σοφὸς π. κεῖνος, of Odysseus, S.Ph.431; λόχος… ἐξηνδρωμένος δεινὸς π. ἦν E.Supp.704. 3 suitor, A.Ag. 1206.
πᾰλαιστής (B), v. παλαστή.

German (Pape)

[Seite 446] ὁ, 1) der Ringer, Od. 8, 246; ὥςπερ παλαιστὰς ἄνδρας, Ar. Lys. 1083; πυκτῶν καὶ παλαιστῶν ἐφεδρεία, Plat. Legg. VII, 819 b; Folgende. Uebh. der Kämpfer, Aesch. Prom. 922 Ag. 1179 Eur. Suppl. 704. Auch übertr., der Geübte, Verschlagene, σοφὸς παλαιστὴς κεῖνος, Soph. Phil. 429. – 2) = παλαιστή, Sp., wie S. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

παλαιστής: -οῦ, ὁ (παλαίω) ὁ παλαίων, ὁ ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὸ παλαίειν, Ὀδ. Θ. 246, Ἡρόδ. 3. 137, Πλάτ., κτλ.· ἄνδρες π. Ἀριστοφ. Λυσ. 1083 παῖδες π. Συλλ. Ἐπιγρ. 1969· σὺν σάκει ... π., ἐπὶ στρατιωτῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 738.
2) καθόλου, ἀντίπαλος, ἐχθρός, τοῖον παλαιστὴν νῦν παρασκευάζεται ἐπ’ αὐτὸς αὑτῷ, δυσμαχώτατον τέρας Αἰσχύλ. Πρ. 920· σοφὸς π. κεῖνος, ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Σοφ. Φ. 431· δεινὸς π., ἐπὶ σώματος στρατιωτῶν, Εὐρ. Ἱκέτ. 704· ἔνθερμος μνηστήρ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1206 ΙΙ. Ἀλεξανδρ. ἀντὶ παλαστή, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ΄, 23, Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 24).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 lutteur;
2 rival, adversaire en gén.
3 rusé, fourbe.
Étymologie: παλαίω.

English (Autenrieth)

(παλαίω): wrestler, pl., Od. 8.246†.

Greek Monolingual

(I)
ο, θηλ. παλαίστρια (Α παλαιστής) παλαίω
αυτός που ασκεί το αγώνισμα της πάλης επαγγελματικά ή για δική του ευχαρίστηση
αρχ.
1. αντίπαλος, εχθρός
2. συναγωνιστής
3. στρατιώτηςλόχος... ἐξηνδρωμένος δεινὸς παλαιστὴς ἦν», Ευρ.).
(II)
παλαιστής, ὁ (Α)
η παλαστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιστή / παλαστή, κατά το μετρητής.

Greek Monotonic

πᾰλαιστής: -οῦ, ὁ (παλαίω
1. παλαιστής, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
2. γενικά, αντίπαλος, εχθρός, σε Αισχύλ., Σοφ.· υποψήφιος μνηστήρας, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλαιστής -οῦ, ὁ [παλαίω] worstelaar:; οὐ γὰρ πυγμάχοι εἰμὲν... οὐδὲ παλαισταί want wij zijn geen boksers of worstelaars Od. 8.246; overdr.: σοφὸς παλαιστὴς κεῖνος hij kent alle kunstgrepen (van Odysseus) Soph. Ph. 431; ἀλλ’ ἦν παλαιστὴς κάρτ’ ἐμοί hij wrong zich in allerlei bochten om mij te krijgen (Cassandra over Apollo) Aeschl. Ag. 1206. uitbr. rivaal, mededinger, tegenstander.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλαιστής: οῦ ὁ
1) борец, атлет Hom., Her., Plat., Arph. etc.;
2) боец, воин Soph., Eur. etc.;
3) противник, соперник Aesch.;
4) Sext. = παλαστή.

Middle Liddell

πᾰλαιστής, οῦ, ὁ, παλαίω
1. a wrestler, Hdt., Plat., etc.
2. generally, a rival, adversary, Aesch., Soph.: a candidate, suitor, Aesch.

English (Woodhouse)

rival, wooer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)