ἐλλιπής

Revision as of 10:55, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

English (LSJ)

ές, (ἐλλείπω) Act., A leaving out, omitting, τινός Pl.Lg. 924b. II Pass., wanting, defective, μνήμης Th.7.8; ἐλλιπὴς κάλλους, ἐλλιπὴς ἀκριβείας, Pl.Lg.669a, R.504b, etc.: c. dat., προθυμίᾳ ἐλλιπεῖς Th.6.69; δεῖπνον . . μηδενὶ ἐλλιπές Euang.1.3; ἐν τοῖς πεζικοῖς τῷ καθοπλισμῷ Plb.18.22.5. 2 abs., failing, ἐλλιπὴς καὶ μὴ δυνατὸς ἐπιμελεῖσθαι negligent, Pl.Lg.901c; τὸ μὴ ἐπιχειρούμενον ἀεὶ ἐλλιπὲς ἦν τῆς δοκήσεως whatever was not attempted was so much lost of their reckoning, Th.4.55, cf. 5.1; τὸ ἐλλιπὲς τῆς γνώμης ὧν . . ᾠήθημεν πράξειν the failure of judgement in respect of... Id.4.63; τὸ ἐλλιπές defect, Arist. Rh.1371b4; τὸ τῆς νομοθεσίας ἐλλιπές Plb.6.49.6: Comp. ἐλλιπέστερος ib.11.3. Adv. ἐλλιπῶς = inadequately, deficiently, λέγειν Isoc.Fr.3.β.5; πρός τι ἔχειν Aret.CD1.2; ἔχειν τινός Cod.Just.1.1.7.11; γεγραμμένα Gal. Libr.Propr.2; opp. περιττῶς, Philostr.VS1.11: Comp. ἐλλιπέστερον OGI 56.13 (iii B.C.); ἐ. τῆς ἀληθείας εἰρηκέναι Plb.5.32.2. III of a number, not equal to the sum of its factors, opp. ὑπερτελής, Theo Sm. p.46H. Adv. ἐλλιπῶς Iamb.in Nic.p.53P. IV Gramm., elliptical, φωνή S.E.P.1.188, cf.Sch.S.OT324, etc. Adv. ἐλλιπῶς Sch.A.R.1.252.

German (Pape)

[Seite 801] ές, der Etwas unterläßt; τῆς τῶν ἐπιτρόπων αἱρέσεως, der die Wahl der Vormünder unterläßt, Plat. Legg. XI, 924 b; nachstehend, προθυμίᾳ Thuc. 6, 69; ἐν τοῖς πεζικοῖς Pol. 18, 5, 5; übh. mangelhaft, ermangelnd, τῆς ἀκριβείας Plat. Rep. VI, 504 b; μνήμης Thuc. 7, 8; τοῦτο σφίσιν ἐλλιπὲς εἶναι τῆς καθάρσεως, das fehle an der Reinigung, 5, 1; Ggstz ἐντελής, Ath. XIV, 644 d; – τὸ ἐλλιπές, der Mangel, Pol. 6, 49, 6; τὸ ἐλλ. τῆς γνώμης, Nichtbefriedigung der Wünsche, Thuc. 4, 63. – Adv. ἐλλιπῶς, Iambl. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλλῐπής: -ές, (ἐλλείπω) ἐνεργ. ἀφίνων τι, παραλείπων, τινὸς Πλάτ. Νόμ. 924Β. ΙΙ. Παθ., ὑπολειπόμενος, ἔχων ἔλλειψιν, ἀντίθετον τῷ ἐντελής, τινος, ἔν τινι πράγματι, Θουκ. 5. 17., 7. 8, Πλάτ., κλ.· ὡσαύτως μετὰ δοτ., ἐλλιπεῖς προθυμίᾳ Θουκ. 6. 69· τὸ δεῖπνον δ’ ἐντελὲς καὶ μηδενὶ ἐλλειπὲς Εὐάγγ. ἐν «Ἀνακαλυπτομένῃ» 1. 3· ἔν τινι Πολύβ. 18. 5, 5. 2) ἀπολ., καθυστερῶν, ἐλλ. καὶ μὴ δυνάμενος ἐπιμελεῖσθαι, ἀμελής, Πλάτ. Νόμ. 901C· πρὸς Ἀθηναίους, οἷς τὸ μὴ ἐπιχειρούμενον ἀεὶ ἐλλιπὲς ἦν τῆς δοκήσεως, «οἷς, ὃ μὴ ἐπεχείρουν τοῦτο ἐλλιπὲς τῶν προσδοκωμένων ἐδόκει κατορθωμάτων·... εἴτ’ οὖν ὃ μὴ ἐπεχείρουν τοῦτο ζημίαν ἡγοῦνθ’ ἑαυτοῖς» (Σχόλ.), Θουκ. 4. 55· καὶ τὸ ἐλλιπὲς τῆς γνώμης ὧν ἕκαστός τις ᾠήθημεν πράξειν, ἡ ἀποτυχία τῆς κρίσεως ἡμῶν ὡς πρός... αὐτόθι 63· τὸ ἐλλιπές = ἔλλειψις, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 22. - Συγκρ. ἐλλιπέστερος Πολύβ. 5. 32, 2, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -πῶς, ἐνδεῶς, καὶ γραμματικῶς, κατ’ ἔλλειψιν, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 252.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui reste en arrière, incomplet, insuffisant ; qui manque de, gén. ; τὸ ἐλλιπές, le manque de, l'insuffisance ; abs. défaut.
Étymologie: ἐλλείπω.

Spanish (DGE)

(ἐλλῐπής) -ές
• Alolema(s): ἐλλειπ- A.D.Synt.116.12
• Grafía: graf. ἐνλ- OGI 56.13 (Tanis III a.C.), PRein.115.2 (III d.C.)
A I1falto, carente de c. gen. μνήμης ἐλλιπεῖς γιγνόμενοι Th.7.8, ἐὰν ... τελευτήσῃ τις ... τῆς τῶν ἐπιτρόπων αἱρέσεως ἐλλιπής si uno muere sin haber elegido tutores Pl.Lg.924b, ἐρρήθη τὰ τότε τῆς μὲν ἀκριβείας ... ἐλλιπῆ las palabras de entonces carecieron de rigor Pl.R.504b, μηδὲν ἐλλιπὲς γίνεσθαι τῶν πρὸς τὸν κίνδυνον no faltar nada de lo necesario para el combate Plb.10.13.5, ἱερέων de un templo OGN 91.14 (II/III d.C.), Ἆγις ... ἐλλιπὴς καὶ ἀτελὴς ὧν προείλετο Plu.Comp.Agis Cleom.TG CG 4, τῶν οἰκείων ἀγαθῶν Clem.Al.Strom.7.7.44, cf. Aen.Tact.proem.3, Thphr.CP 1.16.11, Hero Spir.2.22, c. dat. de limitación οὐ προθυμίᾳ ἐλλιπεῖς ἦσαν οὐδὲ τόλμῃ Th.6.69, δυνάμει ... ἐλλιπὴς καὶ μὴ δυνατὸς ἐπιμελεῖσθαι Pl.Lg.901c, μηδενὶ ἐλλιπές Euang.1.3, οἱ γὰρ ἐλλιπεῖς ταῖς οὐσίαις D.S.36.11, τοῖς χρόνοις ἐλλιπές del feto, Sor.3.15.10, c. dat. de pers. y gen. ἐλλιπὲς σφίσιν εἶναι τοῦτο τῆς καθάρσεως para ellos esto le faltaba a la purificación Th.5.1, οἷς (Ἀθηναίοις) τὸ μὴ ἐπιχειρούμενον αἰεὶ ἐλλιπὲς ἦν τῆς δοκήσεώς τι πράξειν para quienes lo que no se acometía siempre era una pérdida de sus expectativas de conseguir algo Th.4.55, c. compl. prep. ἐ. ὁ οἶκος αὐτοῦ ἀπὸ παντός LXX Psalm.Salom.4.17, ὅπως μηδὲν ἐλλιπὲς ἔχῃ πρὸς τὴν ἐλπίδα τῆς νίκης Plu.Arist.11.
2 abs. insuficiente, escaso, carente de algo op. ὑπερβάλλον: ῥυσμός Hp.Septim.10, ὥστε μηδὲν ἀτελὲς μηδ' ἐλλιπὲς γίνεσθαι Plb.38.6.6, como etim. de ἐλπίζων Ph.2.8, ἡ μάθησις δίχα φύσεως ἐλλιπές la instrucción sin naturaleza es algo imperfecto Plu.2.2b, βραχυλογία Gal.5.361, de cantidades IEphesos 10.25 (III d.C.), φωνή Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1308B, cf. LXX Si.14.10, Gal.2.283
op. τέλειος Aristid.Quint.104.10, cf. Plot.3.5.7
c. ac. de rel. βιβλίον ἀσαφὲς μὲν τὴν ἑρμηνείαν, ἐλλιπὲς δὲ τὴν θεωρίαν Gal.2.470
neutr. compar. como adv. τοῦ ποταμοῦ ποτε ἐνλιπέστερον ἀναβάντος OGI l.c.
de procesos inacabado, pendiente ἱν' ἡμεῖν μηθὲν ἐλλιπὲς γείνηται PSI 969.6 (I a.C.), ἐνλιπές τι ἔργον εἶναι ἐν τῇ διώρυχι PRein.l.c.
3 inferior ἡ μὲν ὀσμὴ τῶν εὐοδῶν ἀκροτάτη, ἡ δὲ χάρις ἐ. Agatarch.99, c. dat. Αἰτωλοὶ ... ἐν τοῖς πεζικοῖς ἐλλιπεῖς εἰσι καὶ τῷ καθοπλισμῷ Plb.18.22.5
c. gen. compar. inferior a τὸ δ' ἐ. ἐκείνου Pl.Phlb.53d, τὴν δὲ τοῦ βίου χορηγίαν ἐλλιπεστέραν ἔχειν τῆς κατὰ τὴν εὐγένειαν φαντασίας llevar un tren de vida muy inferior a la alcurnia de su nacimiento Plb.31.26.6.
II neutr. subst. τὸ ἐλλιπές
1 falta, carencia, insuficiencia c. gen. συνεκπληρῶσαι τῷ λογισμῷ τὸ τῆς προθυμίας ἐλλιπές compensar con la previsión la falta de entusiasmo Plb.16.28.2, τὸ τῆς νομοθεσίας ἐλλιπές de las leyes espartanas, Plb.6.49.6, οὐδὲν ἐλλιπὲς ἔχουσι τῶν πρὸς τρυφὴν ... ἀνηκόντων D.S.5.19, τοῦ φθέγματος Philostr.VS 505, cf. Plu.2.282e, Gal.5.365, Philostr.Ep.22
en lóg. lo incompleto de los argumentos τὸ δοκοῦν ἐλλιπὲς ... ἀναπληρῶσαι completar lo que se tiene por incompleto Origenes Cels.1.2, tb. en plu. τὰ ἐλλιπῆ ἐπιτελεῖν perfeccionar las cosas imperfectas Arist.Rh.1371b4.
2 omisión, abandono, pérdida τὸ ἐ. τῆς γνώμης ὧν ἕκαστός τι ᾠήθημεν πράξειν el abandono de los proyectos que cada uno pensábamos realizar Th.4.63.
B usos esp.
I gram., filol., ret.
1 elíptico, que carece de un elemento constitutivo del verbo que carece de suj., entre los estoicos, op. αὐτοτελής: ἐλλιπῆ μὲν οὖν ἐστι τὰ ἀναπάρτιστον ἔχοντα τὴν ἐκφοράν, οἷον «γράφει» Chrysipp.Stoic.2.58, cf. Porph.Fr.84, S.E.M.8.70, c. gen. φράσεις ἐλλιπεῖς ... τῶν ἀντωνυμιῶν A.D.Pron.23.11.
2 ref. a la rección de los verbos incompleto, e.d., transitivo op. αὐτοτελής A.D.l.c., φωνὴ ἐ. S.E.P.1.188.
3 ret. omitido ἡ ἑρμηνεῖα ... οὐδὲν ἐλλιπὲς ἔχουσα Ariston.Il.1.110
neutr. subst. omisión de argumentos γίνονται δὲ λύσεις καὶ ἐκ τοῦ ἐλλιποῦς las refutaciones también provienen de la omisión (de contraargumentos), Aps.Rh.276.
4 métr. incompleto de la antístrofa a la que le falta uno o varios versos para la responsión ἡ ἀμοιβαία αὕτη στροφὴ ... ἐ. Sch.Ar.V.365a, cf. Sch.A.Pers.1065M.
II mat., de un número inferior a la suma de sus submúltiplos op. τέλειος: ἐλλιπεῖς δέ εἰσιν (ἀριθμοὶ) ὧν τὰ μέρη συντεθέντα ἐλάττονα τὸν ἀριθμὸν ποιεῖ τοῦ ἐξ ἀρχῆς προτεθέντος ἀριθμοῦ Theo Sm.46, cf. 45, Nicom.Ar.1.15, Iambl.in Nic.31, 32.
C adv. ἐλλιπῶς
1 insuficientemente ἑρμήνευε οὐκ ἐλλιπῶς Philostr.VS 496, cf. S.E.M.7.16, εἰ δὲ ἐλλιπῶς ἔχειν δόξει (τὰ εἰρημένα) Basil.Spir.30.79, cf. Gal.3.368, Epiph.Const.Haer.30.34.2.
2 mat. en forma inferior a la suma de los submúltiplos de números, op. ὑπερβαλλόντως Iambl.in Nic.53.
3 gram. elípticamente ἐλλιπῶς ἀττικῶς Tz.Comm.Ar.3.947.1.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐλλιπής, -ές)
1. αυτός που παρουσιάζει ελλείψεις («ελλιπής μερίδα», «ελλιπής φοίτηση»)
2. φρ. «ελλιπή ρήματα» — τα ελλειπτικά
νεοελλ.
φρ.
1. «ελλιπής αριθμός» — ο αριθμός του οποίου το άθροισμα τών διαιρετών είναι μικρότερο από τον αριθμό
2. «ελλιπές μέτρο» — το πρώτο μέτρο μουσικού κομματιού από το οποίο λείπουν ένα ή περισσότερα μέρη
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐλλιπές
η έλλειψη, η ατέλεια
αρχ.
1. αυτός που παραλείπει ή αφήνει κάτι
2. εκείνος που παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια σε κάτιἐλλιπής προθυμίας», «ἐλλιπὴς ἔν τινι»)
3. αμελής, αδιάφορος για κάτι.

Greek Monotonic

ἐλλῐπής: -ές (ἐλλείπω), Παθ., ανεπαρκής, ελλιπής, αναποτελεσματικός, σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης με δοτ.· τὸ μὴ ἐπιχειρούμενον ἀεὶ ἐλλιπὲς ἦν τῆς δοκήσεως, οτιδήποτε δεν επιχειρήθηκε ήταν ζημία για λογαριασμό τους, σε Θουκ.· τὸ ἐλλιπές, ανεπάρκεια, έλλειψη, παράλειψη, αποτυχία, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλλῐπής:
1) неисполняющий, упускающий, пренебрегающий: τῆς τῶν ἐπιτρόπων αἰρέσεως ἐ. Plat. не назначивший опекунов;
2) не имеющий в достаточном количестве, ощущающий недостаток (τινος Plat. и ἔν τινι Polyb.): μνήμης ἐ. Thuc. забывчивый, (в знач. adv.) по забывчивости; τόλμῃ ἐ. Thuc. уступающий (противнику) в отваге;
3) грам. эллиптический, неполный (φωνή Sext.).

Middle Liddell

ἐλλῐπής, ές ἐλλείπω
pass. wanting, lacking, defective, Thuc., etc.; also c. dat.; τὸ μὴ ἐπιχειρούμενον ἀεὶ ἐλλιπὲς ἦν τῆς δοκήσεως whatever was not attempted was so much lost of their reckoning, Thuc.; τὸ ἐλλιπές defect, failure, Thuc.

English (Woodhouse)

deficient, lacking, deficient in, lacking in, poor in, wanting in