τεκμήριο
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
Greek Monolingual
το / τεκμήριον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. γεγονός ή δεδομένο που παρέχει βάση για εξαγωγή συμπεράσματος, αποδεικτικό στοιχείο
2. (νομ.) συμπέρασμα από ένα γνωστό για ένα άλλο, άγνωστο, πράγμα και, ιδιαίτερα, για αποδεικτέο γεγονός που συνάγει ο νόμος ή ο δικαστής από την απόδειξη άλλου συναφούς γεγονότος
3. (οικον.) κριτήριο βάσει του οποίου γίνεται ο προσδιορισμός του τεκμαρτού εισοδήματος ενός φορολογουμένου, όπως είναι λ.χ. το καταβαλλόμενο ενοίκιο, γενικά οι δαπάνες διαβίωσης, η κατοχή επιβατικού αυτοκινήτου, σκάφους αναψυχής, κ.ά.
4. τεχνολ. δεδομένο, στοιχείο
5. φρ. α) «κατά τεκμήριον» — όπως συμπεραίνεται από ένα δεδομένο, όπως συνάγεται από τα πράγματα
β) «νόμιμα τεκμήρια»
(νομ.) τεκμήρια για τα οποία ειδική διάταξη νόμου επιβάλλει ή επιτρέπει στον δικαστή συγκεκριμένο συμπέρασμα από τη διαπίστωση συγκεκριμένου γεγονότος
γ) «δικαστικά τεκμήρια»
(νομ.) μη νόμιμα τεκμήρια, δηλαδή τεκμήρια που δεν στηρίζονται σε ειδική διάταξη νόμου
δ) «αμάχητα τεκμήρια»
(νομ.) νόμιμα τεκμήρια κατά τα οποία το συμπέρασμα του δικαστή επιβάλλεται υποχρεωτικά, υπό την έννοια ότι αποκλείεται η ανταπόδειξη, δηλαδή η απόδειξη του εναντίου, όπως είναι λ.χ. η δικαστική ομολογία
ε) «μαχητά τεκμήρια»
(νομ.) νόμιμα τεκμήρια κατά τα οποία το συμπέρασμα του δικαστή επιβάλλεται, αλλά όχι αποκλειστικά, και για τα οποία ο θιγόμενος είναι ελεύθερος να επιχειρήσει ανατροπή τους με ανταπόδειξη αποδεικνύοντας ευθέως με άλλα αποδεικτικά μέσα το αντίθετο του περιεχομένου του τεκμηρίου
στ) «τεκμήριο εμπορικότητας»
(εμπορ. δίκ.) τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο κάθε πράξη του εμπόρου θεωρείται ως γενομένη χάριν της εμπορίας του και, κατά συνέπεια, είναι εμπορική και χρησιμοποιείται στην περίπτωση που μια πράξη κατ' εξοχήν αστική ενεργείται από έμπορο χάριν της εμπορίας του για την επίλυση του προβλήματος αυτού
ζ) «μουκιανό τεκμήριο»
(νομ.) μαχητό τεκμήριο κυριότητας τών κινητών που βρίσκονται στη νομή ή στην κατοχή του ενός ή και τών δύο συζύγων τα οποία ο νόμος θεωρεί υπέρ τών δανειστών καθενός από τους συζύγους ότι ανήκουν στον οφειλέτη σύζυγο
μσν.-αρχ.
1. σημείο, γνώρισμα, σημάδι («τεκμήριον τῆς πρὸς ἡμᾶς φιλίας», Ισοκρ.)
2. την απόδειξη, σε αντιδιαστολή προς το σημείο και προς το εικός
αρχ.
σύμπτωμα νόσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τεκμήριον έχει σχηματιστεί από το θ. του αορ. τεκμήρ-ασθαι του ρ. τεκμαίρομαι με κατάλ. -ιον].