θητεύω

From LSJ
Revision as of 20:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θητεύω Medium diacritics: θητεύω Low diacritics: θητεύω Capitals: ΘΗΤΕΥΩ
Transliteration A: thēteúō Transliteration B: thēteuō Transliteration C: thiteyo Beta Code: qhteu/w

English (LSJ)

to be a serf or labourer, Λαομέδοντι… θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτόν Il.21.444, cf. Od.18.357; θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ' ἀκλήρῳ 11.489, cf. E.Alc.6, Cyc.77 (lyr.), Pl.Euthphr.4c, R.359d, Phld.Piet.63; θ. ἐπὶ μισθῷ παρά τινι Hdt.8.137; θ. εἰς τὸ τεῖχος labour at it, Philostr.Her.12a.3; θ. Παλλάδι καὶ Παφίῃ serve, AP5.292.12 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 1211] ein θής sein, um Lohn arbeiten u. dienen; Il. 21, 44 Od. 18, 357; παρά τινι, 11, 489, wie Eur. Alc. 3; ἐπὶ μισθῷ παρὰ βασιλῆϊ Her. 8, 137; Plat. Euthyph. 4 c Rep. II, 359 d u. öfter.

French (Bailly abrégé)

travailler pour un salaire.
Étymologie: θής.

Greek (Liddell-Scott)

θητεύω: δουλεύω ἐπὶ μισθῷ (ἴδε θής), Λαομέδοντι… θητεύσαμεν εἰς ἐνιαυτὸν Ἰλ. Φ. 444, πρβλ. Ὀδ. Σ. 357· θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ’ ἀκλήρῳ Λ. 489, πρβλ. Εὐρ. Ἀλκ. 6, Κύκλ. 77, Πλάτ. Εὐθύφρ. 4C, Πολ. 359D· θ. ἐπὶ μισθῷ παρά τινι Ἡρόδ. 8. 137· θ. εἰς τὸ τεῖχος, ἐργάζομαι εἰς τὸ τ., Φιλόστρ. 721· θ. Παλλάδι καὶ Παφίῃ, ὑπηρετεῖν, Ἀνθ. Π. 5. 293, 12.

English (Autenrieth)

(θής), inf. θητευέμεν, aor. θητεύσαμεν: be a day laborer, work for hire.

Greek Monolingual

(ΑΜ θητεύω) θης
1. δουλεύω, εργάζομαι με μισθό
2. υπηρετώ, ασχολούμαι αποκλειστικά και με αφοσίωση («θητεύει στην επιστήμη»)
νεοελλ.
κάνω τη θητεία μου.

Greek Monotonic

θητεύω: Επικ. απαρ. θητευέμεν, μέλ. -σω· (θής), είμαι υπηρέτης ή δούλος, υπηρετώ έναντι μίσθωσης, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

θητεύω: (эп. inf. praes. θητευέμεν)
1) (тж. θ. ἐπὶ μισθῷ Her.) служить по найму, быть в услужении (παρά τινι Her., Plat.): βουλοίμην κ᾽ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ Hom. я предпочел бы, как земледелец, батрачить у другого;
2) служить (τῷ Εὐρυσθεῖ Arst.; Παλλάδι Anth.).

Middle Liddell

θητεύω, [θής]
to be a serf or menial, serve for hire, Hom., Hdt., attic