πρόσωθεν
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
Att. πόρρωθεν, Dor. πόρσωθεν Archyt.1, Ep. πρόσσοθεν Il.23.533: Adv. (πρόσω):—A from afar, opp. ἐγγύθεν, ἐλαύνων πρόσσοθεν ἵππους Il.l.c.; πρόσωθεν βαλεῖν, προσδέρκεσθαι, A.Ag.947, 952; κλύειν Id.Eu.297, cf. 397; στείχειν S.Aj.723; οὐ ταὐτὸν εἶδος φαίνεται τῶν πραγμάτων, πρόσωθεν ὄντων ἐγγύθεν θ' ὁρωμένων E.Ion 586; πόρρωθεν ἀσπάζεσθαι, ἀναγνῶναι, etc., Pl.Chrm.153b, R.368d, etc.:—Comp. πορρωτέρωθεν, from a more distant point, σκοπεῖν Isoc. 4.23, cf. 6.16, 12.120,16.4, Thphr.Sud.4. 2 distantly, in sense, D.L.7.16. II of time, from long ago, E.Hipp.831 (lyr.), Pl. Chrm.155a, D.10.46, etc.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de loin;
2 depuis longtemps.
Étymologie: πρόσω, -θεν.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσωθεν: Ἀττ. πόρρωθεν, Ἐπικ. πρόσσοθεν Ἰλ. Ψ. 533· οἱ τύποι ἀκολουθοῦσι τοὺς αὐτοὺς κανόνας τοῦ πρόσω, πόρρω, κλπ.· ὅθεν ὁ τύπος πόρσωθεν ἀποκατεστάθη ὑπὸ τοῦ Δίνδ. ἀντὶ τοῦ τύπου πόρρωθεν ἐν Σοφ. Τρ. 1003, εἰ καὶ οὐδαμοῦ ἄλλοθι εὑρίσκεται· ἐπίρρ. (πρόσω): - μακρόθεν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐγγύθεν, πρόσσοθεν… ἐλαύνειν μώνυχας ἵππους Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρόσωθεν βάλλειν, προσδέρκεσθαι Αἰσχύλ. Ἀγ. 947, 952· κλύειν ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 297, πρβλ. 397· στείχειν Σοφ. Αἴ. 723· οὐ ταὐτὸν εἶδος φαίνεται τῶν πραγμάτων, πρόσωθεν ὄντων ἐγγύθεν θ’ ὁρωμένων Εὐρ. Ἴων. 586· πόρρωθεν ἀσπάζεσθαι, ἀναγνῶναι, κτλ., Πλάτ. Χαρμ. 153Β, Πολ. 368D, κτλ. - Συγκρ. πορρωτέρωθεν, ἐξ ἀπωτέρω κειμένου σημείου, Ἰσοκρ. 45Α, 119Α, 257C, 347D, Θεοφρ. π. Ἱδρ. 9. 4. 2) μακρόθεν κατὰ σημασίαν, Διογ. Λ. 7. 16. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἀπὸ μακροῦ, πολλοῦ χρόνου, Εὐρ. Ἱππ. 831, Πλάτ. Χαρμ. 155Α, Δημ. 143, 11, κτλ.
English (Slater)
πρόσωθεν (cf. πόρσω.) further, beyond οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (Boehmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) (N. 9.47)
Greek Monolingual
και επικ. τ. πρόσσοθεν και δωρ. πόρσωθεν και αττ. τ. πόρρωθεν και συγκριτ. τ. πορρωτέρωθεν Α
επίρρ.
1. τοπ. α) από μακριά («μή τις πρόσωθεν ὄμματος βάλοι φθόνος», Αισχυλ.)
β) σε απόσταση
2. χρον. από πολύ χρόνο («πόρρωθεν ὑμῖν τὸ καλὸν ὑπάρχει ἀπὸ τῆς Σόλωνος συγγενείας», Πλάτ.)
3. (το συγκριτ.) πορρωτέρωθεν
από σημείο που βρίσκεται μακρύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσω / πόρσω / πορρωτέρω + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ εκατέρω-θεν). Ο τ. πρόσσ-οθεν, για μετρικούς λόγους, κατά τα επιρρ. σε -όθεν].
Greek Monotonic
πρόσωθεν: Αττ. πόρρωθεν, Επικ. πρόσσοθεν, επίρρ. (πρόσω)·
I. από μακριά, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. κ.λπ.· συγκρ. πορρωτέρωθεν, από μακρινό σημείο, σε Ισοκρ.
II. λέγεται για χρόνο, από πολύ καιρό, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
πρόσωθεν: adv. Trag., Arst. = πόρρωθεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσωθεν Ion. voor πόρρωθεν.
Middle Liddell
πρόσω
from afar, Il., Trag., etc.