ἀντεισάγω

From LSJ
Revision as of 13:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεισάγω Medium diacritics: ἀντεισάγω Low diacritics: αντεισάγω Capitals: ΑΝΤΕΙΣΑΓΩ
Transliteration A: anteiságō Transliteration B: anteisagō Transliteration C: anteisago Beta Code: a)nteisa/gw

English (LSJ)

[ᾰγ], A introduce, import instead, D.9.39 (Pass.), Pl.Ax. 369e, Men.402.16, etc. II bring in to office, etc., in turn, ἀλλήλους εἰς ἐπαρχίας κτλ. Plu.Caes.14. III restore, Gal.6.75, al.

Spanish (DGE)

1 introducir en lugar de ταῦτα ἀντεισάγων ἀντὶ τούτων D.9.39, τῇ στερήσει τῶν ἀγαθῶν ἀντεισάγων κακῶν αἴσθησιν Pl.Ax.369e, ἀνασκευάζων μὲν φρενῖτιν, ἀντεισάγων δὲ λήθαργον S.E.M.11.136, ἀδικίαν ἀντὶ δικαιοσύνης Phld.Piet.p.8, cf. Gr.Naz.M.35.773C, Zonae.p.164.
2 restaurar, restituir τὴν ἡττημένην ποιότητα Gal.6.75.
3 ayudar, apoyar a su vez εἰς ἐπαρχίας ... ἀλλήλους Plu.Caes.14.

German (Pape)

[Seite 245] (s. ἄγω), anstatt eines Andern einführen, Plat. Ax. 369 e Dem. 9, 39 Plut. Caes. 14.

French (Bailly abrégé)

1 introduire à la place d'un autre, substituer;
2 amener tout à tour en fonction.
Étymologie: ἀντί, εἰσάγω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεισάγω: εἰσάγω ἀντί τινος, ἀντικαθιστῶ, Δημ. 121. 6 (ἐν τῷ παθ.), Πλάτ. Ἀξ. 369Ε, Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 1. 16. ΙΙ. εἰσάγω ἀμοιβαίως εἰς ὑπούργημά τι, εἰς ἐπαρχίας καὶ στρατεύματα καὶ δυνάμεις ἀλλήλους ἀντεισαγόντων Πλουτ. Καῖσ. 14.

Greek Monolingual

ἀντεισάγω (AM)
εισάγω κάτι αντί άλλου, αντικαθιστώ
αρχ.
τοποθετώ με τη σειρά μου κάποιον σε μια θέση ή αξίωμα.

Greek Monotonic

ἀντεισάγω: μέλ. -ξω,
I. εισάγω αντί άλλου, υποκαθιστώ, σε Δημ.
II. ανεβάζω σε αξίωμα διαδοχικά, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεισάγω:
1) вместо (кого-л. или чего-л.) вводить, подставлять (τί τινι Plat.);
2) замещать, заменять (sc. τινά Men.);
3) выдвигать, проводить (на должность) (ἀλλήλους εἰς ἐπαρχίας καὶ δυνάμεις Plut.);
4) ввозить взамен (ἀντί τινος Dem.).

Middle Liddell


I. to introduce instead, substitute, Dem.
II. to bring into office in turn, Plut.