προσκεφάλαιον

From LSJ
Revision as of 21:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκεφᾰλαιον Medium diacritics: προσκεφάλαιον Low diacritics: προσκεφάλαιον Capitals: ΠΡΟΣΚΕΦΑΛΑΙΟΝ
Transliteration A: proskephálaion Transliteration B: proskephalaion Transliteration C: proskefalaion Beta Code: proskefa/laion

English (LSJ)

τό, A cushion for the head, pillow, Hp.Fract.16, Ar.Pl. 542, Lys.12.18, etc.: generally, any cushion, Cratin.269, Hermipp. 54, Thphr.Char.2.11, PCair.Zen.92.22 (iii B.C.), LXX Ez.13.18, Ev.Marc.4.38, etc.: Dor. ποτικεφάλαιον IG5(1).1390.23 (Andania, i B.C.); also ποικεφ-, Schwyzer 323 C 30 (Delph.). II name for a treasure-chamber of the Persian kings, Chares 2 J.

German (Pape)

[Seite 769] τό, Kopfkissen; Ar. Ach. 1090; Plat. Rep. I, 328 c; Lys. 12, 18; Sp., wie Luc. Asin. 3; auch Sitzkissen, προσκεφαλαίων θέσις, Aesch. 2, 111; Cratin. bei Poll. 10, 40; vgl. Plut. Alex. 58 u. Theophr. char. 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
oreiller ; postér. coussin en gén.
Étymologie: πρός, κεφαλή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσκεφάλαιον -ου, τό [πρός, κεφαλή] hoofdkussen, kussen.

Russian (Dvoretsky)

προσκεφάλαιον: (φᾰ) τό подушка Arph., Lys., Plat. etc.

English (Strong)

neuter of a presumed compound of πρός and κεφαλή; something for the head, i.e. a cushion: pillow.

English (Thayer)

προσκεφαλαιου, τό (from πρός (which see IV:3) and the adjective κεφάλαιος (cf. κεφάλαιον)), a pillow, a cushion: Aristophanes, Plato, Plutarch, others.)

Greek Monotonic

προσκεφάλαιον: τό, μαξιλάρι για το κεφάλι, προσκέφαλο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· έπειτα, γενικά, οποιοδήποτε μαξιλάρι, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

προσκεφάλαιον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «προσκέφαλον» πρὸς στήριξιν τῆς κεφαλῆς κυρίως, Ἱππ. Ἀγμ. 763, Ἀριστοφ. Πλ. 542, Λυσ. 121. 37, κτλ.· ― ἀκολούθως καθόλου καὶ ἐπὶ ἄλλων χρήσεων ὡς ἡ λέξις «μαξιλάρι», = ναυτικὸν ὑπηρέσιον Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 18, Ἕρμιππος ἐν «Στρατιώτῃ» 5, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 2· ― πρβλ. ποτίκρανον. ΙΙ. προσκεφάλαιον βασιλικόν, οὕτως ἐκαλεῖτο οἴκημά τι πλησίον τῆς κεφαλῆς τῆς κλίνης τοῦ Βασιλέως τῶν Περσῶν, ἐν ᾧ ἔκειντο διὰ παντὸς πεντακισχίλια τάλαντα χρυσίου, Χάρης ὁ Μυτιληναῖος παρ’ Ἀθην. 514F

Middle Liddell

προσκεφάλαιον, ου, τό,
a cushion for the head, pillow, Ar., etc.:—then, generally, any cushion, Theophr.

Chinese

原文音譯:proskef£laion 普羅士-咳法來按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向著-頭
字義溯源:為著頭的東西,枕頭;由(πρός)=向著)與(κεφαλή)*=頭)組成;其中 (πρός)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編
1) 枕頭(1) 可4:38