εὐθαρσής

From LSJ
Revision as of 15:45, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθαρσής Medium diacritics: εὐθαρσής Low diacritics: ευθαρσής Capitals: ΕΥΘΑΡΣΗΣ
Transliteration A: eutharsḗs Transliteration B: eutharsēs Transliteration C: eftharsis Beta Code: eu)qarsh/s

English (LSJ)

ές, A of good courage, h. Mart.9 (v.l.), A.Ag. 930, Supp.249, E.El.526; ἐν τοῖς δεινοῖς X.Ages.11.10; πρὸς κίνδυνον D.S. 11.35; τὸ εὐθαρσῆ εἶναι Andronic. Rhod. p.575 M.: Comp. -έστερος Diph. 111, Plu.2.69a; of bolder interpreters, Ph.1.606: Sup. -έστατος X. HG7.1.9. Adv. -ῶς, ἔχειν πρός τι Arist. EN1115a21. 2 safe, secure, τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐ. X. Eq.Mag.4.11.

German (Pape)

[Seite 1068] ές, unerschrocken, gutes Muthes, herzhaft; H. h. 7, 9; Aesch. Ag. 904 Suppl. 947; Eur. El. 526; Xen. Hell. 7, 19; ἐν τοῖς δεινοῖς Ages. 11, 10, öfter, wie Folgde; πρὸς τὸν κίνδυνον D. Sic. 11, 35; auch vom Pferde, Poll. 1, 195; – Xen. Hipparch. 4, 11 αἱ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ, die offenen, sichtbaren Wachtposten zeigen, wo Gefahr u. wo Sicherheit ist, wo man getrost sein kann. – Adv. εὐθαρσῶς, Aesch. Suppl. 246; ἔχειν πρός τι, dem δειλός entgeggstzt, Arist. Eth. 3, 6.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a bon courage, ferme, hardi;
Cp. εὐθαρσέστερος, Sp. εὐθαρσέστατος.
Étymologie: εὖ, θάρσος.

Russian (Dvoretsky)

εὐθαρσής:
1) бесстрашный, смелый (ἥβη HH; Δαναός Aesch.; Ὀρέστης Eur.; ἐν τοῖς δεινοῖς Xen., Arst.; πρὸς κίνδυνον Diod.; εὐ. καὶ πρόθυμος Plut.);
2) нестрашный, не внушающий страха, не представляющий опасности: τὰ εὐθαρσῆ Xen. безопасные места.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθαρσής: -ές, πλήρης θάρρους, εὔτολμος, Ὁμ. Ὕμν. 7. 9, Αἰσχύλ. Ἀγ. 930, Εὐρ. Ἠλ. 526· ἐν τοῖς δεινοῖς Ξεν. Ἀγησ. 11. 10· πρὸς κίνδυνον Διόδ. 11. 35. - Συγκρ. -έστερος Πλούτ. 2. 69Α: Ὑπερθ. -έστατος Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 9: - Ἐπιρρ., λέγ’ εὐθαρσῶς Αἰσχύλ. Ἱκ. 249· εὐθαρσῶς ἔχειν πρός τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 6, 4. 2) ἀσφαλής, ἀκίνδυνος, τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθ. Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 11.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐθαρσής, -ές)
1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος
αρχ.
1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός
2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» — οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία πρέπει να φοβάται κάποιος και εκείνα για τα οποία πρέπει να είναι θαρραλέος, Ίππαρχ.).
επίρρ...
ευθαρσώς (ΑΜ εὐθαρσῶς)
με θάρρος, με τόλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θαρσης (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. δορυθαρσής, λυκοθαρσής].

Greek Monotonic

εὐθαρσής: -ές (θάρσος
1. τολμηρός, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.
2. ασφαλής, ακίνδυνος, σε Ξεν.

Middle Liddell

εὐ-θαρσής, ές θάρσος
1. of good courage, Hhymn., Aesch., etc.
2. giving courage, secure, Xen.

English (Woodhouse)

brave

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=τολμηρός). Ἀπό τό εὖ + θάρσος θάρρος.
Παράγωγα: εὐθαρσέω -ῶ (=εἶμαι τολμηρός), εὐθαρσίαεὐθάρσεια (=τόλμη).