καταλωβάω

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλωβάω Medium diacritics: καταλωβάω Low diacritics: καταλωβάω Capitals: ΚΑΤΑΛΩΒΑΩ
Transliteration A: katalōbáō Transliteration B: katalōbaō Transliteration C: katalovao Beta Code: katalwba/w

English (LSJ)

mutilate, Plb.15.33.9.

German (Pape)

[Seite 1362] verstümmeln, κατελώβησαν, Pol. 15, 33, 9.

Greek (Liddell-Scott)

καταλωβάω: ἀκρωτηριάζω, καταστρέφω, τὰ μέλη τοῦ πεσόντος κατέσπων, ἕως ὅτου κατελώβησαν πάντας Πολύβ. 15. 33, 9.― Μέσ., κατελωβήσαντο ἑαυτοὺς καὶ διέφθειραν Θεόδ. Μετοχ.

Russian (Dvoretsky)

καταλωβάω: увечить, калечить (τινα Polyb.).

Translations

mutilate

Arabic: شَوِهَ‎, بَتَرَ‎, جَذَعَ‎, جَدَعَ‎; Bulgarian: осакатявам; Chinese Mandarin: 殘害, 残害, 殘毀, 残毁; Danish: lemlæste; Dutch: verminken; Estonian: moonutama; Finnish: pahoinpidellä; French: mutiler; Galician: mutilar; German: verstümmeln, verschandeln; Ancient Greek: αἰκίζω, ἀκροτέμνω, ἀκρωτηριάζω, ἀμφιγυιόω, ἀμφιγυιῶ, ἀποκόπτω, ἀποψιλόω, δῃόω, διαλυμαίνομαι, διαλωβάομαι, διαλωβάω, ἐξαλαόω, καταικίζω, κατακολούω, καταλωβάω, καταλωβῶ, κολοβίζω, κολοβόω, κολοβῶ, κυλλόω, κωφέω, κωφῶ, λωβάομαι, λωβάω, λωβέομαι, λωβῶμαι, μασχαλίζω, μελοκοπέω, μελοκοπῶ, μωλωπίζω, παρακόπτω, παραπηρόω, παραρθρέω, παρόω, πέμνω, περικόπτω, πηρόω, πηρῶ, σιφλόω, ὑβρίζειν, ὑβρίζω, ὑβρίσδω, χωλεύω; Japanese: 切断する, ばらばらにする, 不具にする; Latin: discerpo; Macedonian: осакатува; Old English: hamelian; Old French: desmembrer; Portuguese: mutilar; Romanian: mutila, schilodi; Russian: увечить, калечить, уродовать; Serbo-Croatian Cyrillic: сакатити; Serbo-Croatian Latin: sakatiti; Spanish: mutilar; Swedish: stympa