καταργυρόω Search Google

From LSJ
Revision as of 14:30, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταργῠρόω Medium diacritics: καταργυρόω Low diacritics: καταργυρόω Capitals: ΚΑΤΑΡΓΥΡΟΩ
Transliteration A: katargyróō Transliteration B: katargyroō Transliteration C: katargyroo Beta Code: katarguro/w

English (LSJ)

A cover with silver, silver over, Philoch.138:—Pass., καταργυρωμένους (Ion. for κατηργυρωμένους) ἔχων τοὺς προμαχεῶνας Hdt.1.98, cf. D.S.1.57. II buy with silver or bribe with silver, ἄθρησον εἰ κατηργυρωμένος λέγω S.Ant.1077.

German (Pape)

[Seite 1374] mit Silber versehen, versilbern; κατηργυρωμένους ἔχων τοὺς προμαχεῶνας Her. 1, 98; Sp., wie Plut. Philop. 9. – Bei Soph. Ant. 1064 ist κατηργυρωμένος ein mit Geld Bestochener, ἀργύρῳ πεισθείς, Schol.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 argenter;
2 corrompre avec de l'argent.
Étymologie: κατάργυρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταργυρόω [κατάργυρος] met zilver bedekken; overdr. omkopen:. ἄθρησον εἰ κατηργυρωμένος λέγω bezie of ik spreek als iemand die is omgekocht Soph. Ant. 1077.

Russian (Dvoretsky)

καταργῠρόω:
1 отделывать серебром или серебрить (τὰ κλινίδια Plut.; οἱ κατηργυρωμένοι προμαχεῶνες Her.);
2 прельщать деньгами, подкупать: καὶ ταῦτ᾽ ἄθρησον εἰ κατηργυρωμένος λέγω Soph. решай (сам), говорю ли я это, движимый подкупом.

Greek (Liddell-Scott)

καταργῠρόω: καλύπτω, κοσμῶ μὲ ἄργυρον, ἐπαργυρώνω, ἀνέθηκε τρίποδα καταργυρώσας Φιλόχ. 62, ἔκδ. Siebelis.· καταργυροῦν τὰ κλινίδια Πλουτ. Ἠθ. 166Β· καταργυρωμένους (Ἰων. ἀντὶ κατηρ-) ἔχων τοὺς προμαχεῶνας Ἡρόδ. 1. 98· τὴν ἔνδοθεν ἐπιφάνειαν κατηργυρωμένην Διόδ. 1, 57. ΙΙ. ἀγοράζωδιαφθείρω δι’ ἀργυρίου, ἄθρησον εἰ κατηργυρωμένος λέγω, «ἀργυρίῳ πεισθεὶς ἢ δωροδοκήσας» Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1077· πρβλ. ὑπάργυρος.

Greek Monotonic

καταργῠρόω: μέλ. -ώσω,
I. καλύπτω με ασήμι — Παθ., καταργυρωμένος (Ιων. αντί κατηργ-), επάργυρος, σε Ηρόδ.
II. αγοράζω ή δωροδοκώ με ασήμι, κατηργυρωμένος, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. ώσω
I. to cover with silver:—Pass., καταργυρωμένος (ionic for κατηργ-) silvered, Hdt.
II. to buy or bribe with silver, κατηργυρωμένος Soph.