πακτόω

From LSJ
Revision as of 15:20, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πακτόω Medium diacritics: πακτόω Low diacritics: πακτόω Capitals: ΠΑΚΤΟΩ
Transliteration A: paktóō Transliteration B: paktoō Transliteration C: paktoo Beta Code: pakto/w

English (LSJ)

(πακτός) A fasten, close, Archil.187; δῶμα πάκτου make fast the house, S.Aj.579; μοχλοῖς καὶ κλῄθροισι τὰ προπύλαια π. Ar.Lys. 265. 2 stop up, caulk, τὰ τετρημένα ῥακίοις Id.V.128. 3 bind fast, λαίφεα AP10.23 (Autom.).

German (Pape)

[Seite 444] befestigen, fest machen, verschließen; πακτῶσαι θύρας, Archil. bei Poll. 10, 27, vgl. 7, 113; μοχλοῖς τὰ προπύλαια, Ar. Lys. 265; δῶμα πάκτου, Soph. Ai. 576. – Dicht verstopfen, πακτοῦσι τὰς ἁρμονίας βύβλῳ, Her. 2, 96; vgl. Ar. Vesp. 128, ἡμεῖς δ' ὅσ' ἦν τετρημένα, ἐνεβύσαμεν ῥακίοισι κἀπακτώσαμεν, wo der Schol. erkl. ἐφράξαμεν, ἐπληρώσαμεν. – Bei Automed. 11, 4 (X, 23), λαίφεα πακτώσας, festbinden.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ficher ou fixer solidement :
1 assujettir solidement, fermer;
2 calfater solidement, bourrer.
Étymologie: πήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πακτόω [πακτός] dichtmaken, sluiten, dichtstoppen:. τὰ προπύλαια πακτοῦν de Propylaeën barricaderen Aristoph. Lys. 265.

Russian (Dvoretsky)

πακτόω:
1 конопатить, заделывать, затыкать (τὰς ἁρμονίας βύβλῳ Her.; π. τετρημένα ῥακίοισι Arph.);
2 запирать (δῶμα Soph.; τὰ προπύλαια μοχλοῖσι καὶ κλῄθροισι Arph.);
3 привязывать, крепить (λαίφεα Anth.).

Greek Monotonic

πακτόω: μέλ. -ώσω (πακτός
1. στερεώνω, ασφαλίζω, δῶμα πάκτου, κλείνω με ασφάλεια το σπίτι, σε Σοφ.
2. κλείνω, σταματώ, στουπώνω, ματσακωνίζω, καλαφατίζω, σε Αριστοφ.
3. δένω με ασφάλεια, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πακτόω: (πακτὸς) κλείω ἀσφαλῶς, στερεώνω, ἀσφαλίζω, Ἀρχίλ. 175· δῶμα πάκτου, κλεῖσον ἀσφαλῶς τὴν οἰκίαν, Σοφ. Αἴ. 579· π. τὰ προπύλαια μοχλοῖσι καὶ κλῄθροισι Ἀριστοφάν. Λυσ. 265. 2) κλείω, φράττω, «στουπώνω», τὰ τετρημένα ῥακίοις Ἀριστοφ. Σφ. 128· περὶ τοῦ: ἐπάκτωσαν τῇ βύβλῳ ἐν Ἡρόδ. 2. 96, ἴδε ἐν λ. ἐμπακτόω. 3) δένω ἀσφαλῶς, στερεῶς, λαίφεα Ἀνθολ. Π. 10. 23.

Middle Liddell

πακτόω, fut. -ώσω πακτός
1. to fasten, make fast, δῶμα πάκτου make fast the house, Soph.
2. to stop up, stop, caulk, Ar.
3. to bind fast, Anth.