χειρόμακτρον

From LSJ
Revision as of 17:06, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρόμακτρον Medium diacritics: χειρόμακτρον Low diacritics: χειρόμακτρον Capitals: ΧΕΙΡΟΜΑΚΤΡΟΝ
Transliteration A: cheirómaktron Transliteration B: cheiromaktron Transliteration C: cheiromaktron Beta Code: xeiro/maktron

English (LSJ)

τό,
A cloth for wiping the hands, towel, serviette, napkin, Hdt.4.64, Ar.Fr.502, X.Cyr.1.3.5, PCair.Zen. 87.8, al. (iii B.C.): the Scythians used scalps as χειρόμακτρα, Hdt.l.c.: hence Σκυθιστὶ χειρόμακτρον ἐκκεκαρμένος S.Fr.473.
II head-cloth, used by women, Sapph.44, Hecat.358 J., and perhaps so in Hdt.2.122, χειρόμακτρον χρύσεον, [Written χειρώμακτρον PRev.Laws 94.4 (iii B.C.), PEnteux.38.3,9 (iii B.C.), but χειρόμακτρον PCair.Zen. Il.cc. (iii B.C.): -ω- might be due to 'contamination' with the root of ὀμόργνυμι.]

German (Pape)

[Seite 1346] τό, 1) Tuch zum Abwischen der Hände, Handtuch, Serviette; Her. 2, 122. 4, 64; Soph. frg. 420; Xen. Cyr. 1, 3,5; Sp., wie Luc. merc. cond. 15. – 2) eine Art Kopftuch der Frauen, Sappho frg. 25 nach Ath. IX, 410 d, vgl. Alciphr. 3, 46.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
essuie-mains, serviette.
Étymologie: χείρ, μάσσω.

Russian (Dvoretsky)

χειρόμακτρον: τό
1 полотенце или салфетка Her., Soph., Arph., Xen., Luc.;
2 косынка, головной платок Sappho.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόμακτρον: τό, ὡς καὶ νῦν, μάκτρον τῆς χειρός, τεμάχιον ὑφάσματος, δι’ οὗ ἀπομάσσει τις ἢ σπογγίζει τὰς χεῖρας, μανδήλιον ἢ «πετσέτα», «μπόλια», Λατ. mantile Ἡρόδ. 4. 64, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 427, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 3, 5· - οἱ Σκύθαι μετεχειρίζοντο τὰ δέρματα τῶν κεφαλῶν τῶν ἁλισκομένων πολεμίων ὡς χειρόμακτρα, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὅθενφράσις Σκυθιστὶ χειρόμακτρον ἐκκεκαρμένος Σοφ. Ἀποσπ. 420· πρβλ. Σκυθίζω. ΙΙ. εἶδος κεφαλοδέσμου ἢ καλύπτρας τῆς κεφαλῆς τῶν γυναικῶν, Σαπφὼ 50, Ἑκαταῖος 329, καὶ ἴσως οὕτως ἐν Ἡρόδ. 2. 122, χ. χρύσεον.

Greek Monotonic

χειρόμακτρον: τό, ύφασμα για το σκούπισμα των χεριών, πετσέτα, πετσέτα φαγητού, Λατ. mantile, σε Ηρόδ., Ξεν.

Middle Liddell

χειρόμακτρον, ου, τό,
a cloth for wiping the hands, a towel, napkin, Lat. mantile, Hdt., Xen.

Frisk Etymology German

χειρόμακτρον: {kheirómaktron}
Forms: (auch -ώ-)
Grammar: n.
Meaning: Handtuch, Tuch, Serviette (Sapph., Hekat., S. u. Ar. in Fr., X., hell. Pap.).
Etymology: Nach alter Auffassung von χείρ und μάσσω (μάκτρον) kneten, mit den Händen betasten (ἀπο-, ἐκμάσσω abstreifen, abwischen); dabei bleibt jedoch das gelegentlich vorkommende -ω- (Hdt. v.l., hell. Pap.) neben weit gewöhnlicherem -ο- unerklärt (analogisch nach χειρῶναξ, χείρωμα?). Seit Hoffmann Dial. 3, 365 deshalb unter allgemeiner Zustimmung als *χειρ(ο)-ώμαρκτρον (mit Dissimilation) zu ὀμόργνυμι gezogen, wobei er sich aher auf das einmalige ὄμαρξον· ἀπόμαξον H. berufen muß; wenig überzeugend.
Page 2,1083-1084

Mantoulidis Etymological

(=πετσέτα). Ἀπό τό χείρ + μάσσω (=σκουπίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χείρ.