ἄφοδος
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
English (LSJ)
Ion. ἄποδος, ἡ (ὁ, v. infr. II), A going away, departure, Hdt. 5.19, 9.55, X.An.6.4.13, etc.; departure out of life, death, Hierocl. p.58A., Plot.4.3.25. 2 going or coming back, return, Hdt.4.97; retreat, X.HG6.5.20, An.5.2.21; ἄ. λείπειν τινί ib.4.2.11. II privy, Hp.Fract.16, Ar.Ec.1059, Antiph.40.5. 2 excrement, Hp. Acut.30, al., Arist.Mir.830a22 (masc.), Dsc.2.80, Artem.2.26. 3 in plural, seminal ducts, Aret.CD2.5.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
• Alolema(s): jón. ἄποδος Hdt.
I 1acción de partir de un lugar, partida ἀμφὶ δὲ ἀπόδῳ τῇ ἐμῇ πείσομαί τοι Hdt.5.19, cf. 9.55, θυομένοις δὲ ἐπὶ τῇ ἀφόδῳ οὐκ ἐγίγνετο τὰ ἱερά X.An.6.4.13
•regreso, retirada de un ejército o similar ἔστι ἄ. ἡμῖν Hdt.4.97, ἥ γε ἄποδος ἡμῖν ἀσφαλής Hdt.4.97, φοβούμενος σπεύδειν τὴν ἄφοδον X.An.6.5.20, καταλιπόντες ἄφοδον τοῖς πολεμίοις dejando una salida a los enemigos X.An.4.2.11, κατοκνήσαντες τὴν ἄφοδον D.C.41.11.2, ὅταν ποιῶνται τὴν ἄφοδον IM 15b.24 (III a.C.), cf. IG 12(5).722.17 (Andros II a.C.), οὐκ ἐσπούδασαν εὐθέως γενέσθαι περὶ τὴν ἄφοδον LXX 3Ma.7.10, ὁ ἥλιος, κατά τε τὰς προσόδους καὶ τὰς ἀφόδους μεταβάλλων τὸν ἀέρα Ocell.36.
2 fig. muerte τοῖς γονεῦσιν νενευκόσιν ἤδη πρὸς τὴν ἄφοδον Hierocl.p.58, χρόνον τὸν ἐγγὺς τῆς ἀφόδου Plot.4.3.25.
II 1letrina, retrete ἐν τῇσιν ἐς ἄφοδον προχωρήσεσιν Hp.Fract.16, ἔασον εἰς ἄφοδον πρώτιστά με ἐλθόντα Ar.Ec.1059, εἰς ἄφοδον ἐλθών Antiph.40.5, ἀφόδων μὲν ἀναγκαίων δυσὶν ἀναχωρήσεσιν Luc.Hipp.8.
2 excremento ἡ ἄ. συγκαίεται Hp.Acut.30, τεταραγμένου μὲν ... τοῦτο ποιεῖν φασὶ τὸν ἄφοδον Arist.Mir.830a22, τὴν ἄφοδον ὁμοίαν οὖσαν πωλοῦντες Dsc.2.80, οὔρου καὶ ἀφόδου περισκοποῦντος τὸν κοιτῶνα Lyd.Mag.2.21, cf. Artem.2.26.
III en plu. conductos seminales ἐς τὸ τὰς ἀφόδους ξηραίνειν Aret.CD 2.5.2.
German (Pape)
[Seite 413] ἡ, 1) das Weggehen, Abmarsch, Xen. An. 6, 2, 13; der Rückzug, die Rückkehr. Hell. 6, 5, 20. – 2) der Abtritt, Ar. Eccl. 1059; Luc. Hipp. 8; der Stuhlgang, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 départ;
2 départ pour retourner dans ses foyers ; retour.
Étymologie: ἀπό, ὁδός.
Russian (Dvoretsky)
ἄφοδος: ион. ἄποδος ἡ
1 отход, отступление Xen.;
2 уход, отъезд Her., Xen.;
3 обратный путь, возвращение Her., Xen.;
4 отхожее место Arph.;
5 испражнение Arst.;
6 экскременты Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφοδος: ἡ, τὸ ἀπέρχεσθαι, ἡ ἀναχώρησις, Ἡρόδ. 5. 19., 9. 55, Ξεν. Ἀν. 6. 4. 13, κτλ.· ἀποδημία ἀπὸ τοῦ βίου, θάνατος, Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 462. 39. 2) ἐπάνοδος, Ἡρόδ. 4. 97, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 20· ὑποχώρησις, ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 2, 21· μέρος ἀνοικτὸν πρὸς ὑποχώρησιν, ἄφοδον λείπειν τινὶ ὁ αὐτ. 4. 2, 11. ΙΙ. ἀπόπατος, ἀναγκαῖον, Ἱππ. π. Ἀγμ. 763, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1059, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀρκάδι» 1. 5. 2) περίττωμα, κόπρος, Ἱππ. 388. 51., 633. 14, Ἀριστ. Θαυμ. 1. 5: - καθόλου, κένωσις, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 3, 12· - οὐσιαστ. ἀφοδία, ἡ (= ἀφόδευμα) Καισάρ. σ. 916, ἔκδ. Μί.
Greek Monolingual
ἄφοδος, η (Α) οδός
1. αναχώρηση, απομάκρυνση
2. αναχώρηση από τη ζωή, θάνατος
3. επάνοδος, επιστροφή
4. υποχώρηση
5. αποχωρητήριο
6. περίττωμα.
Greek Monotonic
ἄφοδος: ἡ,
1. ξεκίνημα, αναχώρηση, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. ξεκίνημα ή επάνοδος, επιστροφή, στον ίδ.
Middle Liddell
1. a going away, departure, Hdt., Xen.
2. a going or coming back, return, Xen.
Translations
excrement
Arabic: غَائِط, بِرَاز, خَرَاء, خِرَاء; Armenian: կղկղանք; Azerbaijani: nəcis; Balinese: tai; Belarusian: спаражнення, экскрыменты, кал, фекаліі; Bulgarian: изпражнение, фекалии, екскременти; Burmese: မစင်, ချေး, အညစ်အကြေး; Catalan: femta; Chinese Cantonese: 屎; Dungan: дафын, сы; Mandarin: 大便, 屎, 糞, 粪; Czech: výkal, stolice; Danish: ekskrement, afføring; Dutch: uitwerpselen; Esperanto: feko, ekskremento; Fijian: dā; Finnish: lanta, uloste; French: excrément; Galician: excremento; Gamilaraay: guna; Georgian: ექსკრემენტები, ფეკალია, განავალი; German: Ausscheidungen, Kot; Greek: περίττωμα; Ancient Greek: ἀποπάτημα, ἀπόπατος, ἀπόψυγμα, ἀφόδευμα, ἀφόδημα, ἄφοδος, ἀφόρδιον, βόβλιτον, βόλβιθος, βόλβιτον, βόλβυθον, διαφόρημα, διαχώρημα, ἔκπατος, κόπρανα, κοπρία, κόπριον, κόπρος, μίνθος, ὄνθος, προχώρημα, σκύβαλον, σκῶρ, σπατίλη, χέσμα; Gujarati: ગૂ, હગાર, હંગણ, છી; Higaonon: ta-i; Hindi: टट्टी, मल, गू, गूह, गुह, गोबर, पाखाना, विष्ठा; Hawaiian: kūkae; Hungarian: ürülék; Ido: exkremento; Indonesian: tahi; Italian: escremento; Japanese: 便, 大便, うんこ, うんち, 糞; Javanese: tai; Khmer: គូទ, វច្ច, ឧច្ចារ, លាមក; Korean: 똥, 뒤, 대변; Lao: ອາຈົມ, ອຸດຈາຣະ, ຂີ້; Latin: fimum, egeries, stercus; Lü: ᦃᦲᧉ; Macedonian: измет, екскремент; Malay: air besar, tahi, tinja; Malayalam: മലം, തീട്ടം, കാട്ടം; Maori: tūtae, hamuti, paru, paranga, karaweta, paraweta; Mongolian: баас, шээс; Navajo: chąąʼ; Ngarrindjeri: kunar; Norwegian Bokmål: avføring; Nynorsk: avføring; Ojibwe: moo; Old East Slavic: говьно; Oromo: udaan; Pitjantjatjara: kuna; Plautdietsch: Kak; Polish: kał, ekskrementy, odchody; Portuguese: excremento, fezes; Quechua: q'awa, aka; Romagnol: càca; Romanian: excrement, materii fecale, fecale; Russian: кал, экскременты, испражнения, фекалии; Samoan: tae; Sanskrit: गूथ; Serbo-Croatian Cyrillic: екскремент, измет; Roman: ekskrement, izmet, izmetine; Slovak: výkal; Slovene: blato, iztrebek, izloček; Spanish: excremento; Swedish: avföring; Tausug: tai; Tedim Chin: eek; Tetum: teen; Thai: อาจม, อุจจาระ, ขี้; Tocharian B: weṃts; Turkish: dışkı; Ukrainian: випорожнення, екскременти, кал, фекалії; Uzbek: najas, axlat; Vietnamese: phân, cứt; Warlpiri: kuna; Zazaki: gi; Zhuang: haex