μαστροπός

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστροπός Medium diacritics: μαστροπός Low diacritics: μαστροπός Capitals: ΜΑΣΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: mastropós Transliteration B: mastropos Transliteration C: mastropos Beta Code: mastropo/s

English (LSJ)

ὁ and ἡ, A pimp, bully, dalaal, fishmonger, fleshmonger, hoon, hustler, mack, mack daddy, nookie-bookie, procurer, procuress, pussymonger, souteneur, whoreman, whoremaster, whoremonger, Ar.Th.558, Diph.43.22 (both fem.), Luc.Symp.32 (masc.): metaph., X.Smp.4.57 (masc.), Luc.Am.16 (fem.). II as adjective, μάστροπα ἔργα τελοῦντες = μαστροπικοί, ready to pander, Man.4.306.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
qui excite à la débauche, débauché.
Étymologie: DELG μαίομαι + .

Russian (Dvoretsky)

μαστροπός: ὁ и ἡ сводник, совратитель Arph., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

μαστροπός: ὁ, καὶ ἡ, (ἴδε ἐν λ. *μάω) προαγωγεύς, προαγωγός, ὁ γυναῖκας ἢ ἄνδρας προκαλῶν καὶ μαυλίζων, «μαυλιστής, πορνοβοσκὸς» (Σουΐδ.), Λατιν. leno, lena, = προαγωγός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 558, Δίφιλ. ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 22· καὶ μεταφορ. ἐν Ξεν. Συμπ. 4, 57 ἑξ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μαστροπὰ ἔργα τελοῦντες = μαστροπικοί, Μανέθων 4, 306. ― Ὁ τύπος μαστρωπὸς εἶναι ἡμαρτημένος, Piers. Verisim. σ. 101· ὁ Ἡσύχ. γράφει μαστροφός. ― Ὅρα τοὺς παραλλήλους θηλ. τύπους μαστροπίς, μάστρυς, ματρύλλη, ματρύλη.

Greek Monolingual

ο και η (Α μαστροπός)
αυτός που προμηθεύει σε άλλους γυναίκες για ανήθικους σκοπούς, που σπρώχνει γυναίκες στην πορνεία, προαγωγός, ρουφιάνος, εκμαυλιστής («ἀλλ' οὐ μαστροπὸς ἐγὼ τῆς ἐμαυτοῦ γυναικός», Λουκιαν.)
αρχ.
1. μτφ. αυτός που γοητεύει, που παρασύρει κάποιον («εὑρέθη δὲ τόλμα τῆς ἐπιθυμίας μαστροπός», Λουκιαν.)
2. ως επίθ. μαστροπός, -όν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε προαγωγό («μαστροπὰ ἔργα», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. της οποίας α' συνθετικό είναι η λ. μαστρός «οικονομικός υπάλληλος», ενώ το β' συνθετικό δεν είναι εξακριβωμένο. Κατά μία άποψη, πολύ λίγο πιθανή, πρόκειται για το ρ. ἕπω, ενώ θα πρέπει να αποκλειστεί το θ. του ὄψομαι, του οποίου τα σύνθετα σχηματίζονται σε -ωπός. Η άποψη, τέλος, ότι πρόκειται για ένα επίθημα της καθομιλουμένης -πος είναι επίσης ελάχιστα πιθανή].

Greek Monotonic

μαστροπός: ὁ και ἡ (μαστήρ), μαστροπός, αυτός που ωθεί στην πορνεία για να αποκομίσει οφέλη, Λατ. leno, lena, σε Αριστοφ.· μεταφ., σε Ξεν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. f.
Meaning: procuress
Other forms: also μαστροφός H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The usual connection with μαίομαι is clearly incorrect, as the variation points to a Pre-Greek word; Fur. 160 compares μάτρυλλος, μάτρυλλα pimp, ματρυλεῖον brothel, μαστρυλλεῖον and μάστρυς pimp; note the variation σ/ zero.

Middle Liddell

μαστροπός, μαστήρ
a pandar, Lat. leno, lena, Ar.; metaph., Xen.

Frisk Etymology German

μαστροπός: {mastropós}
Grammar: m. f.
Meaning: Kuppler, Kupplerin
See also: s. μαίομαι.
Page 2,183

Mantoulidis Etymological

(=προαγωγός). Άπό τό ρῆμα μάω (ρίζα μαμαστ.) (=ἐπιδιώκω).
Παράγωγα: μαστροπεύω, μαστροπεία, μαστροπεῖον, μαστροπικός.

German (Pape)

auch μαστρωπός geschrieben (*μάω, vgl. μαστρός), ὁ und ἡ, Kuppler, Kupplerin, nach Ath. X.443 τὰς μαστροποὺς τὰς εἰθισμένας προαγωγεύειν τὰς ἐλευθέρας.γυναῖκας; bes. bei Comic., μαστροποὶ κόλλοπες Diphil. bei Ath. VII.292b; Philostr.; Luc. Tox. 13 und öfter, – Maneth. sagt auch μαστροπὰ ἔργα τελοῦντες, = μαστροποί, 4.306.
Bei Hesych. steht auch μαστροφός, vielleicht verschrieben.

Translations

Afrikaans: pooier, hoerboer; Albanian: tutor prostitutash; Arabic: قَوَّاد‎; Egyptian Arabic: عرص‎, معرص‎; Armenian: կավատ; Azerbaijani: oğraş; Belarusian: сутэнёр; Bengali: কোটনা; Bikol Central: bugaw; Bulgarian: сводник; Burmese: ဖါခေါင်း; Catalan: proxeneta; Chinese Mandarin: 皮條客, 皮条客, 老鴇, 老鸨; Min Nan: 三七仔, 牽猴的, 牽猴仔; Czech: pasák, kuplíř; Danish: alfons; Dutch: pooier; English: pimp, pander, bully, dalaal, fishmonger, fleshmonger, hoon, hustler, mack, mack daddy, nookie-bookie, pussymonger, souteneur, whoreman, whoremaster, whoremonger; Esperanto: prostituisto; Estonian: kupeldaja, sutenöör; Finnish: sutenööri, parittaja; French: souteneur, maquereau, mac, proxénète; Galician: bagaxeiro; Georgian: მამაშა; German: Zuhälter, Lude, Kuppler; Greek: προαγωγός, μαστροπός, σωματέμπορος, νταβατζής; Ancient Greek: μαστροπίς, μαστροπός, μαστροφός, μαστρύα, μάστρυς, ματρύλη,, ματρύλλη, μάτρυλλος, παρακοιμιστής, πορνοβοσκός, προαγωγεύς, προαγωγός; Hebrew: סַרְסוּר‎; Hindi: दलाल; Hungarian: strici, kerítő, futtató, lányfuttató; Icelandic: melludólgur, hórumangari; Indonesian: germo, mucikari; Irish: máistir striapach; Italian: magnaccia, pappone, protettore, ruffiano, lenone, prosseneta, paraninfo; Japanese: 女衒, ポン引き; Khmer: មេអណ្ដើក; Korean: 뚜쟁이, 뚜; Ladino: rufyano, rufyana; Lao: ຊາຍານຸຊີບ, ແມງດາ; Latin: leno, lena; Latvian: suteners; Lithuanian: suteneris, sąvadautojas; Macedonian: сводник, подведувач; Malay: alku, barua, jaruman, ketolol, muncikari, pinang muda; Mongolian: зууч; Norman: maquereau; Norwegian: hallik; Old English: forspennend; Pashto: بغری‎; Persian: قواد‎, جاکش‎, جابیز‎, کس‌کش‎; Punjabi: ਦੱਲਾ; Polish: alfons, sutener; Portuguese: cafetão, proxeneta, safado, chulo, alcoviteiro; Romanian: proxenet, pește; Russian: сутенёр, сводник, сводня; Scottish Gaelic: drùisear; Serbo-Croatian Cyrillic: сводник, пословодник; Roman: svodnik, poslovodnik; Slovak: pasák; Slovene: zvodník; Spanish: chulo, proxeneta, rufián, cafiche, cabrón, padrote, alcahuete, lenón; Swahili: buzi; Swedish: hallick, sutenör; Tagalog: kuwekong, alkagwete, bugaw, tita-tita; Telugu: తార్పుడుగాడు; Thai: แมงดา; Turkish: pezevenk, oğraş, gavat, deyyus, kurumsak, peyser; Ukrainian: сутенер; Urdu: دلال‎; Vietnamese: kẻ mối lái; Volapük: lupärodan, hilupärodan, jilupärodan; Welsh: pimp, puteinfeistr; Yiddish: קאַדעט‎