κράμβη

From LSJ
Revision as of 13:20, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)({{pape.*}}\n)" to "$2$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράμβη Medium diacritics: κράμβη Low diacritics: κράμβη Capitals: ΚΡΑΜΒΗ
Transliteration A: krámbē Transliteration B: krambē Transliteration C: kramvi Beta Code: kra/mbh

English (LSJ)

ἡ,
A cabbage, Brassica cretica, Batr. 163 (pl.), Hippon.37, Telecl.27 (pl.), PHib.1.121.30 (iii B. C.), etc.; of three kinds, Eudem. ap. Ath.9.369d, cf. Nic.Fr.85; = ῥάφανος (q.v.), Arist.HA551a16; κράμβη ἥμερος, κράμβη ἀγρία, Dsc.2.120,121.
2 κράμβη θαλασσία, sea kale, sea bindweed, seashore false bindweed, shore bindweed, shore convolvulus, beach morning glory, Convolvulus soldanella, ib.122, Gal.12.43.
3 μὰ τὴν κράμβην Anan.4, cf. Epich.25, or μὰ τὰς κράμβας Eup.74, Comic form of oath to avoid sacred names, Ath.9.370b.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
chou, plante.
Étymologie: DELG rien de certain.

German (Pape)

ἡ, der Kohl; im weiteren Sinne von allen kohlartigen Gemüsen, vgl. Ath. IX.369 ff.; Theophr. und A.; auch in der Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κράμβη -ης, ἡ [~ κράμβος] kool (gewas).

Russian (Dvoretsky)

κράμβη:
1 капуста или кочан капусты (καυλοὶ τῆς κράμβης Arst.; φύλλα τῶν κραμβῶν Batr., Plut.);
2 Arst. = ῥάφανος.

Spanish

col

Greek Monolingual

η (AM κράμβη, Μ και κράμπη)
ονομασία φυτών που σήμερα συγκαταλέγονται στο γένος βράσσικα («κράμβης... εἶναι γένη τρία, τῆς τε καλουμένης ἁλμυρίδος και λειοφύλλου και σελινουσίης», Αθήν.)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σταυρανθή
αρχ.
φρ. «μὰ τὴν κράμβην» ή «μὰ τὰς κράμβας» — όρκος προς αποφυγή χρήσης ονομάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κράμβος (Ι) με αλλαγή γένους και εξειδικευμένη σημ., πιθ. λόγω του σχήματος τών ζαρωμένων φύλλων του φυτού, που δίνουν την εντύπωση ότι είναι αποξηραμένα.
ΠΑΡ. κραμβίον(-μπί)
αρχ.
κραμβήεις, κραμβίδιον, κραμβίς, κραμβωτόν.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κραμβοκέφαλος, κραμβοφάγος
μσν.
κραμβασπάραγος, κραμβοσπάραγον, κραμβοφαγώ
νεοελλ.
κραμπολάχανο, κραμπόφυλλο. (Β' συνθετικό) αρχ. θαλασσοκράμβη, κυνοκράμβη, λευκοκράμβη, ξυλοκράμβη
νεοελλ.
ανθοκράμβη, ελαιοκράμβη].

Greek Monotonic

κράμβη: ἡ, λάχανο, μάπα, σε Εύπολ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κράμβη: ἡ, λάχανον, κοινῶς «κραμπολάχανο» Ἱππῶν. 21, κτλ.· τριῶν εἰδῶν, Εὔδημ. παρ’ Ἀθην. 369D· ὧν τὸ ἓν εἶναι τὸ αὐτὸ καὶ ῥάφανος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 5. 2) μὰ τὴν κράμβην ἢ τὰς κράμβας ἦτο εἶδος ὅρκου ὡς τὸ νὴ τὸν κύνα, πρὸς ἀποφυγὴν τῆς χρήσεως τῶν ἱερῶν ὀνομάτων· ὡς τὰ νῦν «μὰ τὸ ψωμί», Ἐπίκτ., Εὔπολ., κ. ἀλλ., παρ’ Ἀθην. 370B· οὕτω Ζήνων ὁ Στωϊκὸς συνείθιζε νὰ ὁρκίζηται εἰς τὴν κάππαριν, αὐτόθι· πρβλ. κύων. I. 2.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: cabbage (IA) [The word was until now mentioned under κράμβος, with which it has nothing to do. Cf. also RPh. 71 (1997) 165, where it is noted that a reading *γάμβρη is wrong. Furnée (see on κράμβος) did not split the words either.
Compounds: As 1. member e.g. κραμβο-κέφαλος cabbage-headed (pap.).
Derivatives: κράμβη f. cabbage (IA.; with κραμβίδιον id. (Antiph.), κραμβίον cabbage-soup (Hp.; NGr. forms [partly with γρ-] in Georgakas ByzZ 41, 362), κραμβίς cabbage-worm (Ael.; Strömberg Wortstudien 9), κραμβήεις cabbage-like (Nic.), κραμβίτας m. greengrocer (Thessal.; Redard Les noms grecs en -της 37).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etym. (After the shrunken leaves, Strömberg Pflanzennamen 24, who connected the word still with κράμβος, s.v.; but the connection with the German word must now be forgotten.) - Lat. LW [loanword] crambe (Plin.). Npers. LW [loanword] karaṃb cabbage.

Middle Liddell

κράμβη, ἡ,
cabbage, kail, Eupol., etc.

Léxico de magia

ἡ bot. col λαβὼν κοκκυμήλου καρδίας, ξύλον κράμβης, ἐρεβίνθιον toma del corazón de un ciruelo, un tallo de col, un garbanzo SM 96A 63

Translations

am: ጥቅል ጎመን; ang: cawel; ar: ملفوف; ast: brassica oleracea var. capitata; az: bostan kələmi; bar: kabis; bat_smg: kuopūsts; ba: кәбеҫтә; bcl: repolyo; be: качанная капуста; bg: зеле; bh: पत्ता गोभी; bi: kabis; bn: বাঁধাকপি; bo: པད་ལོག; ca: col; cdo: gái-làng-chái; cs: hlávkové zelí; cy: bresychen; da: hovedkål; de: Weißkohl; el: λάχανο; en: cabbage; eo: blanka brasiko; es: brassica oleracea var. capitata; eu: aza; fa: کلم; fi: keräkaali; fj: kaveti; frr: witjkual; fr: chou cabus; ga: cabáiste; gd: càl; gl: repolo; gn: tajao; gv: cabbash vane; hak: kô-lì-chhoi; he: כרוב; hi: बंद गोभी; hr: kupus; ht: chou; hu: fejes káposzta; hy: կաղամբ; hyw: կաղամբ; ia: caule; id: kubis; io: kaulo; is: hvítkál; it: cavolo cappuccio; ja: キャベツ; jv: kul; kaa: kapusta; ka: კომბოსტო; kn: ಎಲೆಕೋಸು; ko: 양배추; ku: kelem; la: brassica oleracea grex capitata; li: sjepeng; lt: gūžinis kopūstas; lv: galviņkāposti; mai: बन्दाकोबी; mk: зелка; ml: മൊട്ടക്കൂസ്; mr: कोबी; ms: kubis; my: ဂေါ်ဖီထုပ်; nah: col; nds_nl: busekool; ne: बन्दागोभी; nl: wittekool; nn: hovudkål; no: hodekål; nrm: caboche; nv: chʼil łigaii; oc: caulet; pam: repolyu; pa: ਪੱਤਾ ਗੋਭੀ / ਬੰਦ ਗੋਭੀ; pcd: cabu; pl: kapusta warzywna głowiasta; pnb: بند گوبھی; ps: كرم; pt: repolho; rn: ishu; ru: кочанная капуста; rw: ishu; sa: पर्णशाकम्; scn: càvulu; sco: cabbitch; sd: بند گوبي; sh: kupus; simple: cabbage; si: ගෝවා; sk: kapusta obyčajná hlávková; sm: kapisi; so: kaabaj; sq: lakra; sr: купус; su: engkol; sv: vitkål; sw: kabichi; szl: kapusta gowjasto; ta: முட்டைக்கோசு; te: కాబేజీ; tg: карам; th: กะหล่ำปลี; tl: repolyo; to: kāpisi; tr: lahana; ug: كاپۇسكا; uk: капуста білоголова; ur: بند گوبھی; vec: capuso; vep: kerakapust; vi: cải bắp; war: ripolyu; wuu: 卷心菜; yi: קרויט; za: byaekgienjsim; zh_min_nan: ko-lê-chhài; zh_yue: 椰菜; zh: 捲心菜