καταχήνη
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
ἡ, A flouting, mockery, Ar.V.575, Ec.631; Καταχῆναι, αἱ, title of play, IG14.1097.8. II amulet in the shape of a locust offered in the Acropolis of Athens, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
dérision, moquerie.
Étymologie: κατά, χαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταχήνη -ης, ἡ [κατά, χαίνω] bespotting.
Russian (Dvoretsky)
καταχήνη: ἡ насмешка, глумление Arph.
Greek Monolingual
καταχήνη, ἡ (Α)
1. περίγελος, εμπαιγμός κοροϊδία («ἆρ οὐ μεγάλη τοῦτ' ἔστ' ἀρχὴ καὶ τοῦ πλούτου καταχήνη;», Αριστοφ.)
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Καταχῆναι
τίτλος ενός δράματος επιγρ.
3. (κατά τον Ησύχ.) είδος φυλαχτού κατά της βασκανίας, με σχήμα ακρίδας, που προσφερόταν στους επισκέπτες στην Ακρόπολη τών Αθηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -χήνη (< θ. χην- του χαίνω, πρβλ. παρακμ. κέ-χην-α), πρβλ. κυσο-χήνη].
Greek Monotonic
καταχήνη: ἡ (χᾰνεῖν), περίγελως, καταφρόνηση, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
καταχήνη: ἡ κατάγελως, περίγελως, καταφρόνησις, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 575, Ἐκκλ. 631 (πρβλ. καταχαίνω)· Καταχῆναι εἶναι ὄνομα δράματος ἐν τῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 229. 8. ΙΙ. εἶδος φυλακτηρίου ἔχοντος τὸ σχῆμα ἀκρίδος καὶ προσφερομένου ἐν τῇ Ἀκροπόλει τῶν Ἀθηνῶν. Ἡσύχ., ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 970·- τὸ «φάσμα» (νυκτερὶς) καλεῖται σήμερον ἐν Ρόδῳ καταχανᾶς, C. T. Newton.
Middle Liddell
κατα-χήνη, ἡ, [χᾰνεῖν]
derision, mockery, Ar.