παραπλήξ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ῆγος, ὁ, ἡ, A stricken sideways or stricken aslant, ἠϊόνες παραπλῆγες = a retreating beach, on which the waves break obliquely, Od.5.418. II metaph., = παράπληκτος, mad, Hdt.5.92.ζ, Ar.Pl.242, X.Oec.1.13, Demetr.Eloc.275. 2 paralysed, Hp.Acut.(Sp.) 7. 3 pl., paralyses, Id.Morb.1.3, Aret.CA1.4.
German (Pape)
[Seite 494] ῆγος, 1) seitwärts geschlagen, ἠϊόνες, Küsten, die sich allmälig gegen das Meer absenken, an welchen die Wellen nur von der Seite oder schräg anspülen, Od. 5, 418, im Gegensatz der προβλῆτες ἀκταί, an welche die Wellen gerade anprallen. – 2) übertr. = παράπληκτος, toll, wahnsinnig, verrückt: Her. 5, 92, 6: Ai. Plut. 242: οἱ φαγόντες τὸν ὑοσκύαμον παραπλῆγες γίγνονται, Xen. oec. 1, 13; καὶ ἔκφρων, Dem. 19, 267; καὶ παράφρων, Plut. Pomp. 72; Folgde, νοῦ τε καὶ φρενῶν Parthen. 18.
French (Bailly abrégé)
ῆγος (ὁ, ἡ)
1 battu de côté par les flots;
2 frappé de démence.
Étymologie: παραπλήσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραπλήξ -ῆγος [παραπλήττω] van opzij getroffen:. ἠιόνας... παραπλῆγας door golven gebeukte stranden Od. 5.418. verlamd. buiten zinnen, waanzinnig.
Russian (Dvoretsky)
παραπλήξ: ῆγος adj.
1 подмываемый или подмытый волнами (ἠϊόνες Hom.);
2 (тж. π. τὴν διάνοιοιν Plut.) пораженный безумием, помешанный (π. καὶ ἔκφρων Dem.).
English (Autenrieth)
ῆγος (πλήσσω): beaten on the side by waves, hence shelving, sloping; ἠιόνες, Od. 5.418, 440.
Greek Monolingual
-ῆγος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που πλήττεται από τα πλάγια
2. μτφ. παράφρονας, μανιακός, τρελός («οὕτως ἐκφρονας... καὶ παραπλῆγας τὸ δωροδοκεῖν ποιεῖ», Δημοσθ.)
3. παράλυτος
4. (το θηλ. στον πληθ.) αἱ παραπλῆγες
οι παραλύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -πλήξ (< πληξ < πλήσσω), πρβλ. κατα-πλήξ].
Greek Monotonic
παραπλήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ,
I. αυτός που πλήττεται στα πλάγια, ἠϊόνες παράπληγοι, τμήματα στεριάς πάνω στα οποία σκάνε τα κύματα με δύναμη, σε Ομήρ. Οδ.
II. μεταφ., παράπληκτος, παράφρων, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
παραπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ πλαγίως πλησσόμενος ὑπὸ τῶν κυμάτων ἠϊόνας τε παραπλῆγας, «παραπλῆγες ἠϊόνες... αἱ μὴ ἀπ’ ἐναντίας ἀλλ’ ἐκ πλαγίων πλησσόμεναι κύμασιν» (Εὐστ.), ὁ Ὀδυσσεὺς μὴ δυνάμενος νὰ ἀποβῇ ὅπου ἡ ἀκτὴ κατήρχετο κρημνωδῶς εἰς τὴν θάλασσαν (λισσὴ δ’ ἀναδέδρομε πέτρη) κολυμβᾷ περαιτέρω ἐπὶ τῇ ἐλπίδι νὰ εὕρῃ, ἠϊόνας τε παραπλῆγας λιμένας τε θαλάσσης. ΙΙ. μεταφορ., παράπληκτος, παράφρων, Ἡρόδ. 5. 92, 6, Ἱππ. 397. 18, Ἀριστοφ. Πλ. 242, Ξεν. Οἰκ. 1, 13, κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραπλήξ· παράφρων, τὰς φρένας βεβλαμμένος, παρακόπτων, παραφρονῶν», καὶ «παραπλῆγος· μανιώδους», καὶ «παραπλήγων· μαινομένων» παρὰ τῷ αὐτῷ». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 35.
Middle Liddell
παραπλήξ, ῆγος,
I. stricken sideways, ἠιόνες π. spits on which the waves break obliquely, Od.
II. metaph. = παράπληκτος, mad, Hdt., Ar.