μυρρίνη
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
ἡ, v. μυρσίνη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 branche ou couronne de myrte;
2 baie de myrte;
3 marché aux myrtes, aux couronnes de myrte.
Étymologie: p. assimil. p. μυρσίνη.
German (Pape)
ἡ, auch μυρσίνη, Myrtenzweig, Myrtenkranz; Ar. Vesp. 861, Av. 43 und öfter; αἱ μυρρίναι, der Ort, wo Myrten od. Myrtenkränze verkauft wurden, Th. 448; ὑπὸ μυρρίναισι κἀνεμώναις κεχυμέναι, Pherecrat. bei Ath. VII.269 und a. Comic.; ἐπὶ στιβάδων ἐστρωμένων σμίλακί τε καὶ μυρρίναις, Plat. Rep. II.372b; Folgde: πρὸς μυρρίνην ᾄδειν, Zenob. 1.19; vgl. Ilgen. carm. conv. p. CXLVIII.
Russian (Dvoretsky)
μυρρίνη: Eur., Plut. μυρσίνη, дор. μυρσίνα (ῐ) ἡ
1 мирт (μυρσίνης κλάδοι Eur.);
2 миртовая ветвь (μυρσίνας στέφανος Pind.);
3 миртовый венок Arph.;
4 pl. место продажи миртовых ветвей и венков: ἐν ταῖς μυρρίναις Arph. на миртовом рынке.
Greek (Liddell-Scott)
μυρρίνη: ἡ, ἴδε μυρσίνη.
Greek Monolingual
μυρρίνη, ἡ (Α)
(αττ. τ.) βλ. μυρσίνη.
Greek Monotonic
μυρρίνη: Αττ. αντί μυρσίνη.