συνώνυμος
English (LSJ)
ον, A having the same name as, c.gen., ἡ . . συνώνυμος τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Antiph.217.1, cf. E. Hel.495; ὁ συνώνυμος τῇ πόλει (ποταμός) Plb.9.27.5. II in the Logic of Arist. συνώνυμα are things having the same name and the same nature and definition, Cat.1a6, cf. Top.123a28, 148a24, Thphr.HP9.11.5; ἔστι τις ἀδικία παρὰ τὴν ὅλην ἄλλη ἐν μέρει, συνώνυμος, ὅτι ὁ ὁρισμὸς ἐν τῷ αὐτῷ γένει Arist.EN1130a33; τὰ πολλὰ τῶν συνωνύμων τοῖς εἴδεσι the many particulars which have the same name as the forms, i.e. things denoted by the same univocal or unambiguous word, e.g. man and ox, both called ζῷον in the same sense of ζῷον, opp. ὁμώνυμα (v. ὁμώνυμος IV), Id.Metaph.987b10. Adv. συνωνύμως Id.Cat.3a34, Plb.3.33.11, Phld. Rh.1.148 S. 2 of pairs of the form 'A: non-A', opp. ἑτερώνυμα (q.v.), Procl. in Prm. p.955 S. III in Rhet. τὰ συνώνυμα are synonyms, words having different forms but the same sense, as πορεύεσθαι and βαδίζειν, Arist.Rh.1405a1; τὸ συνώνυμον τοῦ νέφους, i.e. νεφέλη, A.D.Synt. 199.27.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de même nom ou de même signification que, synonyme de, τινι ; t. de rhét. τὰ συνώνυμα ARSTT synonymes, càd mots de forme différente, mais de signification semblable ; t. de log. univoque.
Étymologie: σύν, ὄνομα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνώνῠμος -ον, Att. ook ξυνώνῠμος [σύν, ὄνομα] gelijkluidend of -naming, met dezelfde naam, homoniem: met gen.. Λακεδαίμονος δὲ γαῖά τις ξυνώνυμος; bestaat er een (ander) land met dezelfde naam als Sparta? Eur. Hel. 495. van woorden met verschillende vorm, maar gelijke betekenis synoniem (aan), met dat.: ἀλλήλοις aan elkaar Aristot. Rh. 1405a1.
German (Pape)
von gleichem Namen; Aesch. Suppl. 190; Eur. Hec. 502; ποταμὸς τῇ πόλει, Pol. 9.27.5, und öfter bei Sp.; adv., Pol. 3.35.11. Vgl. Arist. cat. 1.3, top. 6.10.
Russian (Dvoretsky)
συνώνῠμος: соименный, одноименный (Arst.; ποταμὸς τῇ πόλει σ. Polyb.): Λακεδαίμονος γαῖά τις ξ.; Eur. разве существует другой край с названием Лакедемон? - см. тж. συνώνυμα.
Greek Monolingual
-η, -ο / συνώνυμος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνώνυμος, -ον, Α
1. αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συνώνυμα
α) λέξεις που διαφέρουν μορφολογικώς αλλά έχουν την ίδια ή παραπλήσια σημασία, όπως λ.χ. θύρα και πόρτα, θέλω και βούλομαι
β) (λογ.) πράγματα ή όντα με κοινή ονομασία και κοινή σημασία που υπάγονται στο ίδιο γένος, όπως λ.χ. ο άνθρωπος και το βόδι, τα οποία προσαγορεύονται και τα δύο με τη λ. ζώο(ν)
νεοελλ.
1. βιολ. καθένα από τα δύο κωδικόνια που καθορίζουν το ίδιο αμινοξύ στη συστηματική ταξινόμηση, μια εναλλακτική λατινική ονομασία είδους, γένους κ.λπ.
2. φρ. «συνώνυμες λέξεις»
α) γραμμ. τα συνώνυμα
β) γλωσσ. δύο ή περισσότερες λέξεις που έχουν το χαρακτηριστικό ότι οι προτάσεις οι οποίες προκύπτουν με την αντικατάσταση της μιας λέξης από την άλλη έχουν την ίδια σημασία
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (στη λογ. του Αριστοτέλους) ζεύγη του τύπου Α: οὐχὶ Α.
επίρρ...
συνωνύμως ΝΜΑ, και συνώνυμα Ν
με το ίδιο όνομα («λέγεται δὲ συνωνύμως ἀὴρ καὶ πνεῦμα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. επ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
συνώνῠμος: -ον (ὄνομα), αυτός που έχει ταυτόσημο όνομα, που σημαίνει το ίδιο πράγμα, ταυτώνυμος, σε Ευρ., Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
συνώνῠμος: -ον, ἔχων ταυτόσημον ὄνομα, σημαίνων τὸ αὐτό, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 2, 6, κτλ.· μετὰ γενικ., συνώνυμος τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Ἀντιφάνης ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 1, πρβλ. Εὐρ. Ἑλλ. 495· τινι Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 6, 3. ΙΙ ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ. συνώνυμα λέγονται τὰ ὀνόματα γενῶν τὰ κοινὰ εἰς πάντα τὰ ὑπ’ αὐτὰ ὑπαγόμενα εἴδη (ὧν τό τε ὄνομα κοινὸν καὶ ὁ... λόγος τῆς οὐσίας ὁ αὐτὸς Κατηγ. 1, 3, πρβλ. Τοπ. 4. 3, 2., 6. 10, 3 κἑξ.), δηλ. λέξις ἀντίθετος πρὸς τὰ ὁμώνυμα, ἴδε Trendelenb. de Arist. Ideis σ. 33· ― οὕτως ἐπίρρ. -μως, ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 5, 15, περὶ Ψυχῆς 2. 1, 8. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ρητορικῇ, τὰ συνώνυμα εἶναι λέξεις ἔχουσαι διάφορον μὲν τὸν τύπον ἀλλὰ τὴν αὐτὴν σημασίαν, οἷον αἱ λέξ. πορεύεσθαι καὶ βαδίζειν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 2, 7.
Middle Liddell
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό σύν + ὄνυμα = ὄνομα, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.