μνημονικός
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
English (LSJ)
ή, όν, A of or for remembrance or memory, τὸ μ., = μνήμη, memory, X.Oec.9.11, cf. Arist.Top.159b29; also τὸ μ. τέχνημα artificial memory, 'memoria technica', Pl.Hp.Mi. 368d; τὸ μ. alone, X.Smp.4.62, Pl.Hp.Ma.285e; invented by Simonides, acc. to Marm.Par.70; τὰ μ. Arist.de An.427b19, cf. [Cic.] ad Herenn.3.17.30; τὸ μ. παράγγελμα rules for such a memory, Arist.Insomn.458b21; μ. ἁμάρτημα Cic.Att.13.44.2, 14.5.1. 2 for record or reminder, συγγραφή BGU1132.7 (i B. C.). II of persons, having a good memory, Cratin.154, Ar.Nu.483, Pl.Phdr.274e (Comp.), Aeschin.2.43; τὸ θῆλυ -ώτερον Arist.HA608b13: Sup. -ώτατος D.18.313; opp. ἀναμνηστικός, Arist.Mem.449b6. III Adv. -κῶς from a well-stored memory, accurately and fully, X.Cyr.5.3.46, Pl.Plt.257b, Aeschin.2.48, D.59.110, Ruf.Interrog.2; συνθεῖναί τι μ. S.E.M.7.347.
German (Pape)
[Seite 194] ein gutes Gedächtniß habend, gut behaltend; im Gegensatz von ἐπιλήσμων, Ar. Nub. 475; τοῦτο τὸ μάθημα σοφωτέρους τοὺς Αἰγυπτίους καὶ μνημονικωτέρους παρέξει, Plat. Phaedr. 274 e; ὦ πάντων μνημονικώτατοι, ironisch, die ihr doch sonst an Alles so gut denkt, Xen. An. 7, 6, 38; Folgende; vgl. bes. Plut. Cat. min. 1, wo es neben κάτοχος steht u. dem ἀναμνηστικός entgggstzt ist; – τὸ μνημονικόν, auch mit dem Zusatze τέχνημα, die Erinnerungskunst, Mnemonik, Plat. Hipp. mai. 285 e min. 369 a; τὰ μνημονικά, Xen. Conv. 4, 62; Gedächtnißkraft, Arist. de an. 3, 3; Luc. Alex. 4. – Adv. μνημονικῶς; Plat. Polit. 257 b; κατηγορεῖν, Dem. 59, 110; συνθεῖναι, S. Emp. adv. math. 7, 347.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui a une bonne mémoire;
2 qui concerne la mémoire ; τὸ μνημονικόν, la mémoire;
Cp. μνημονικώτερος, Sp. μνημονικώτατος.
Étymologie: μνήμων.
Russian (Dvoretsky)
μνημονικός: обладающий хорошей памятью, памятливый (μνημονικώτερόν τινα παρέχειν Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
μνημονικός: -ή, -όν, (μνήμων) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἀνάμνησιν ἢ μνήμην, τὸ μνημονικὸν = μνήμη, Ξεν. Οἰκ. 9, 11, πρβλ. Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 5· - ἀλλὰ καὶ τὸ μνημονικὸν (μετὰ τῆς λέξ. τέχνημα ἢ ἄνευ αὐτῆς) τεχνικὴ μνήμη, memoria technica, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 285Ε, Ἱππ. Ἐλάττων 368D· ἣν λέγεται ὅτι ἐφεῦρεν ὁ Σιμωνίδης, Χρον. Πάρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 70· οὕτω, τὰ μνημονικά, Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 3, 6, πρβλ. Schneid. εἰς Ξεν. Συμπ. 4. 62· τὸ μν. παράγγελμα, ὁ πρὸς τοιαύτην μνήμην κανών, Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 1, 5. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἔχων καλήν, ἰσχυρὰν μνήμην, ἀντίθετον τῷ ἐπιλήσμων, μν. εἶναι Ἀριστοφ. Νεφ. 483, Πλάτ. Φαῖδρ. 274Ε· μνημονικώτατος Δημ. 329. 25· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀναμνηστικός, Ἀριστ. π. Μνήμ. 1, 1· ἴδε ἐν λέξ. μνήμη. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -κῶς, ἀπὸ μνήμης, ἀπὸ στήθους, μνημ. εἰπεῖν Αἰσχίν. 33. 32, πρβλ. Δημ. 1383. 7. 2) μν. ἐπιπλήττω, ἐπιπλήττω οὕτως ὥστε νὰ μὴ λησμονῇ τις, Πλάτ. Πολιτικ. 257Β.
Spanish
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μνημονικός, -ή, -όν) μνήμων
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μνήμη ή στην ανάμνηση
2. το ουδ. ως ουσ. το μνημονικό(ν)
η μνήμη, το θυμητικό («έχει δυνατό μνημονικό»)
νεοελλ.
1. αυτός που συντελεί στην απομνημόνευση ή την υπενθύμιση («μνημονική λέξη»
2. το θηλ. ως ουσ. η μνημονική
η μνημονευτική
αρχ.
1. αυτός που έχει καλή μνήμη
2. αυτός που γίνεται για ανάμνηση ή υπόμνηση («μνημονικὴ συγγραφή», πάπ.)
3. φρ. α) «μνημονικὸν τέχνημα» — ένας από τους τρόπους τεχνικής απομνημόνευσης ο οποίος εφευρέθηκε από τον Σιμωνίδη
β) «μνημονικόν παράγγελμα» — κανόνας για την τεχνική μνήμη.
επίρρ...
μνημονικῶς (Α)
1. με μνημονικό τρόπο («συνθεῖναί τι μνημονικῶς», Σέξτ. Εμπ.)
2. απ' έξω («ὅτι καὶ μνημονικῶς καὶ δυνατῶς ὁ Φίλιππος εἴποι», Αισχίν.).
Greek Monotonic
μνημονικός: -ή, -όν (μνήμων)·
I. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάμνηση ή τη μνήμη, τὸ μνημονικόν = μνήμη, σε Ξεν.· αλλά επίσης, memoria technica(μνημονικό τέχνασμα), σε Πλάτ.
II. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που διαθέτει καλή μνήμη, σε Αριστοφ.· μνημονικώτατος, σε Δημ.
III. επίρρ. -κῶς, από μνήμης ή μέσω της μνήμης, σε Αισχίν.
Middle Liddell
μνήμων
I. of or for remembrance or memory, τὸ μνημονικόν = μνήμη, memory, Xen.; but, also, memoria technica, Plat.
II. of persons, having a good memory, Ar.; μνημονικώτατος Dem.
III. adv. -κῶς, from or by memory, Aeschin.
English (Woodhouse)
having a good memory, having a tenacious memory
Léxico de magia
-όν fem. , sc . πρᾶξις , práctica para recordar P I 232 P III 424 P III 467