οἴγνυμι
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
v. οἴγω.
Greek Monolingual
οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ανοίγω («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «οἴγω στόμα» — ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο παρουσιάζει πολλά προβλήματα. Πολλοί θεωρούν αρχικό τ. το λεσβ. ὀείγω (< ὀFείγω), στη μηδενισμένη βαθμίδα του οποίου ανάγεται το ομηρικό ὠίγννυτο (< ὀFιγνυται, ὠFίγνυτο). Κατά την ίδια άποψη, οι τ. ἀναοίγεσκον, ἀνέῳγε, ἀνέῳξε πρέπει να αναχθούν σε αμάρτυρους αρχικούς τ. ἀν-ο-Fείγεσκον, ἀν-όFειγε, ἀν-ό-Fειξε (πρβλ. και επείγω), όπου το -ο- είναι πρόθεση ή πρόθημα (πρβλ. ὀ-[ΙΙ]). Οι αττ. τ., πάντως, ἀνέῳγε, ἀνέῳξε προϋποθέτουν θ. -Fοιγ- και αύξηση ἠ- ( ἀν-η-Fοιγ-) και ο τελικός σχηματισμός τους σε αν-έ-ῳγ- οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση τύπων όπως ἐᾱγην (< ηFᾰγ-), ἑᾱλων (< ηFᾰλ-), ἐώρων (< ηFορ-), που προέρχονται από αντιμεταχωρηση. Σε ρίζα Fειγ-, Fιγ- εκτός από τα ελλ. οἴγω, ὀείγω θα μπορούσαν να αναχθούν τα αρχ. ινδ. vijate, vejate «απωθώ, απομακρύνω» και vega «βίαιη κίνηση». Πολλοί μάλιστα πιστεύουν ότι η αρχική σημ. τών οἴγω / οἴγνυμι ήταν «ωθώ, σπρώχνω», από όπου «ανοίγω την πόρτα». Από τους τ. οἴγω και οἴγνυμι ο θεματικός ενεστ. οἴγω είναι αρχαιότερος. Το ρ. οἴγω, τέλος, εμφανίζεται συχνότερα συνθ. με την πρόθεση ἀν(ά). Βλ. και λ. ανοίγω].
French (Bailly abrégé)
seul. prés. Act. et impf. Pass. 3ᵉ pl. épq. ὠίγνυντο;
c. οἴγω.
German (Pape)
[ῡ], und οἴγω, fut. οἴξω, aor. ᾦξα, ep. gew. ὤϊξα, wie im impf. ὠΐγνυντο (vgl. das gebräuchlichere comp. ἀνοίγνυμι), öffnen; οἴξασα κληῗδι θύρας, aufschließend, Il. 6.89; τῇσι θύρας ὤϊξε Θεανώ, ib. 298, öfter; pass., πᾶσαι δ' ὠΐγνυντο πύλαι, Il. 2.809; absolut, ᾦξε γέροντι, er öffnete dem Alten, machte ihm die Tür auf, 24.457; auch ὤϊξε οἶνον, sie öffnete den Wein, Od. 3.392, d.h. das Gefäß, wie οἶγε πίθον Hes. O. 819; οἰχθεισᾶν πυλᾶν, Pind. N. 1.41; οἰχθέντος θαλάμου, frg. 45; πρὸς φίλους οἴγειν στόμα, Aesch. Prom. 614; οἴγειν κλῇθρα, Eur. Herc.Fur. 332; θύραν τίς οἴξει μοι; Cycl. 500; einzeln bei sp.D.
Russian (Dvoretsky)
οἴγνῡμι: эп. (только praes. act. и 3 л. pl. impf. pass. ὠΐγνυντο) Hom., Anth. = οἴγω.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to open.
Other forms: and οἴγω, Aeol. inf. ὀείγην (SGDI 214, 43), later also ἀν-οιγνύω (Demetr. Eloc.), ipf. ὠΐγνυντο (Β 809, Θ 58), ἀνα-οίγεσκον (Ω 455), -ῳ̃γον, -έῳγον, aor. οἶξαι (ᾦξε, ὤϊξε Hom., ἀν-έῳξε Hom., Att.), pass. οἰχθῆναι (Pi., Att.), fut. οἴξω, perf. ἀν-έῳγα (intr. Hp. and late), with -έῳχα, *έῳγμαι (Att.), ὤϊκται (Herod.), ἀν-ῳ̃κται (Theoc.),
Compounds: Mostly w. prefix esp. ἀν-, from which a.o. ὑπ-, παρ-ανοίγνυμι, ὑπ-, συν-ανοίγω with ἤνοιγον, ἤνοιξα, ἠνοίχθην, ἠνοίγην, ἠνέῳξα etc. (X., LXX).
Derivatives: Few derivv. ἄνοιξις f. opening (Th., Thphr.), ἄνοιγ-μα n. opening (LXX), -εύς m. opener (Dam. Pr.), ἐπανοίκ-τωρ (Man.), -της (Arg. Man.) m. springer. As 2. member in πιθ-οίγ-ια n. pl. opening of a barrel, opening feast of the Anthesterien in Athens (Plu.). The judgment of these forms is partly uncertain and disputable. Starting from the inscriptional attested ὀείγην, i.e. ὀ-(Ϝ)είγην, with zero grade ὠ-(Ϝ)ίγ-νυντο (cf. ἴγνυντο ἠνοίγοντο H.; very uncertain), Fick and Bechtel (s. Lex. s. v.) want to replace the suspected ep. ἀναοίγεσκον as well as ep. ἀνέῳγε, ἀνέῳξε by *ἀν-ο-(Ϝ)είγεσκον, *ἀν-ό-(Ϝ)ειγε, *ἀν-ό-(Ϝ)ειξε, where ὀ- would be either prothetic or prefixal (cf. ὀ-κέλλω and 2. ὀ-).
Origin: IE [Indo-European] [1130] *h₃u̯eig- make give way
Etymology: The judgment of these forms is partly uncertain and disputable. Starting from the inscriptional attested ὀείγην, i.e. ὀ-(Ϝ)είγην, with zero grade ὠ-(Ϝ)ίγ-νυντο (cf. ἴγνυντο ἠνοίγοντο H.; very uncertain), Fick and Bechtel (s. Lex. s. v.) want to replace the suspected ep. ἀναοίγεσκον as well as ep. ἀνέῳγε, ἀνέῳξε by *ἀν-ο-(Ϝ)είγεσκον, *ἀν-ό-(Ϝ)ειγε, *ἀν-ό-(Ϝ)ειξε, where ὀ- would be either prothetic or prefixal (cf. ὀ-κέλλω and 2. ὀ-). Not certainly explained. With Ϝιγ-, Ϝειγ- agree formally Skt. (midd.) vij-áte, vej-ate give ground, flee, to which a.o. Skt. véga- = Av. vaēγa- m. (IE *u̯óigo-s) violent movement, pressure, clash, blow (further s. εἴκω); so ὀ-(Ϝ)εί-γω, ὀ-(Ϝε)ίγ-νυμι prop. make give way, push, open (a door)? (Bechtel Lex. s.v. after Wackernagel). -- Diff., hardly to be preferred, Brugmann IF 29, 238 ff.: from *Ϝο-(ε)ιγ- to ἐπ-είγω with the same prefix as in Ϝο-φληκόσι, s. ὀφείλω. -- On the individual forms cf. Schwyzer 653 n. 10 w. lit. (also 412, 434 w. n. 3, 772), Chantraine Gramm. hom. 1. 152, 303 a. 480. S. also ἐπῳχατο. The analysis leads to *h₃u̯(e)ig-.
Frisk Etymology German
οἴγνυμι: {oígnumi}
Forms: und οἴγω, äol. Inf. ὀείγην (SGDI 214, 43), später auch ἀνοιγνύω (Demetr. Eloc. u.a.), Ipf. ὠΐγνυντο (Β 809, Θ 58), ἀναοίγεσκον (Ω 455), -ῳ̃γον, -έῳγον, Aor. οἶξαι (ᾦξε, ὤϊξε Hom., ἀνέῳξε Hom., att.), Pass. οἰχθῆναι (Pi., att.), Fut. οἴξω, Perf. ἀνέῳγα (intr. Hp. und spät), wozu -έῳχα, *έῳγμαι (att. usw.), ὤϊκται (Herod.), ἀν-ῳ̃κται (Theok.),
Grammar: v.
Meaning: öffnen.
Composita: vorw. m. Präfix bes. ἀν-, wovon u.a. ὑπ-, παρανοίγνυμι, ὑπ-, συνανοίγω mit ἤνοιγον, ἤνοιξα, ἠνοίχθην, ἠνοίγην, ἠνέῳξα usw. (X., LXX, sp.)
Derivative: Wenige Ableitungen: ἄνοιξις f. das Öffnen (Th., Thphr. usw.), ἄνοιγμα n. Öffnung (LXX u.a.), -εύς m. Öffner (Dam. Pr.), ἐπανοίκτωρ (Man.), -της (Arg. Man.) m. Zersprenger. Als Hinterglied in der Zusammenbildung πιθοίγια n. pl. Faßöffnung, Vorfeier der Anthesterien in Athen (Plu.). Die Beurteilung der obigen Formen ist z. T. unsicher und strittig. Von dem inschriftlich belegten ὀείγην, d.h. ὀ-(ϝ)είγην ausgehend, wozu mit Schwundstufe ὠ-(ϝ)ίγνυντο (vgl. ἴγνυντο· ἠνοίγοντο H.; sehr fraglich), wollen Fick und Bechtel (s. Lex. s. v.) das verdächtige ep. ἀναοίγεσκον ebenso wie ep. ἀνέῳγε, ἀνέῳξε durch *ἀνο-(ϝ)είγεσκον, *ἀνό-(ϝ)ειγε, *ἀνό-(ϝ)ειξε ersetzen, wobei ὀ- entweder prothetisch oder präfixal (vgl. ὀκέλλω und 2. ὀ-) wäre.
Etymology: Nicht sicher erklärt. Mit ϝιγ-, ϝειγ- decken sich formal aind. (Med.) vij-áte, vej-ate ‘zurückweichen, sich flüchten, vor etwas zurückfahren’, wozu u.a. aind. véga- = aw. vaēγa- m. (idg. *u̯óigo-s) heftige Bewegung, Andrang, Anprall, Schlag (weiteres s. εἴκω); ὀ-(ϝ)είγω, ὀ-(ϝε)ίγνυμι somit eig. ‘zurückweichen machen, anstoßen, (eine Tür) aufstoßen’? (Bechtel Lex. s.v. nach Wackernagel). — Anders, kaum vorzuziehen, Brugmann IF 29, 238 ff.: aus *ϝο-(ε)ιγ- zu ἐπείγω mit demselben Präfix wie in ϝοφληκόσι, s. ὀφείλω. — Zu den einzelnen Formen noch Schwyzer 653 A. 10 m. Lit. (auch 412, 434 m. A. 3, 772), Chantraine Gramm. hom. 1. 152, 303 u. 480. S. auch ἐπῴχατο.
Page 2,356-357
Mantoulidis Etymological
οἰγνύω οἴγω (=ἀνοίγω) καί σύνθ. ἀνοίγνυμι ἀνοίγω, πιό συνηθισμένο. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα ἀνοίγω.