σωφρονικός

From LSJ
Revision as of 15:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωφρονικός Medium diacritics: σωφρονικός Low diacritics: σωφρονικός Capitals: ΣΩΦΡΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: sōphronikós Transliteration B: sōphronikos Transliteration C: sofronikos Beta Code: swfroniko/s

English (LSJ)

ή, όν, A naturally temperate, self-controlled, of persons, X.Mem.1.3.9, Arist.Rh.1390a14, EN1144b5, etc.; οἱ βουλόμενοι σ. εἶναι (ironically) Stoic.1.100; σ. τὴν ἀναβολήν Luc.Tim.54. Adv. -κῶς Ar.Eq.545, Sor.1.33: Comp. -ώτερον Ath.10.426c. 2 of things, Pl.Plt.307a; σεμνότης Plb. 22.20.2, etc.; σωφρονικωτέρα τροφή Muson.Fr.18Bp.104 H.; τὸ σ. X.Mem.3.10.5, cf. Metrod.Herc.831.15; τὰ σ. καὶ ἀνδρεῖα Phld.Mus. p.50 K.

German (Pape)

[Seite 1062] ή, όν, von Natur besonnen, mäßig, enthaltsam, der gewöhnlich besonnen, mäßig, enthaltsam ist; Plat. Polit. 307 a; Xen. Mem. 1, 3, 9; Arist. eth. Nic. 6, 13 u. Sp., wie Pol. 23, 18, 2; adv., Ar. Equ. 543.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à la modération.
Étymologie: σώφρων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωφρονικός -ή -όν [σώφρων] geneigd tot matiging, beheerst, ingetogen:; σ. ἄνθρωποι ingetogen mensen Xen. Mem. 1.3.9; σ. τὴν ἀναβολὴν bescheiden van kleding Luc. 25. 54; subst.. τὸ σωφρονικόν de gematigdheid Xen. Mem. 3.10.5.

Russian (Dvoretsky)

σωφρονικός: благоразумный, умеренный, сдержанный, уравновешенный, скромный Xen., Arst., Polyb.; σ. τὴν ἀναβολήν Luc. скромно одетый.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σώφρων, -ονος]
1. ο εκ φύσεως φρόνιμος, συνετός
2. (για καταστάσεις ή διαθέσεις) αυτός που φανερώνει σωφροσύνη
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σωφρονικόν
η σωφροσύνη, η φρονιμάδα.
επίρρ...
σωφρονικῶς Α
με σωφροσύνη, με φρονιμάδα.

Greek Monotonic

σωφρονικός: -ή, -όν (σώφρων), αυτός που είναι σώφρων από τη φύση του, μετριοπαθής, φρόνιμος, νηφάλιος, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρονικός: -ή, -όν, ὁ φύσει σώφρων, μέτριος, νηφάλιος, ἐπὶ προσώπων, Ξεν. Ἀπομν. 1, 3, 9, Ἀριστ. κλπ.· σ. τὴν ἀναβολὴν Λουκ. Τίμ. 54. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 545· συγκρ. -ώτερον, Ἀθήν. 426C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α· σεμνότης, ἔθος Πολύβ. 23. 18, 2, κλπ.· σωφρονικωτέρα τροφὴ Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 48 τὸ σωφρονικὸν (κοινῶς -ητικόν) Ξεν. Ἀπομν. 3. 10. 5.

Middle Liddell

σωφρονικός, ή, όν σώφρων
naturally temperate, moderate, sober, Xen., etc.:—adv. -κῶς, Ar.