ἀπείρων

From LSJ
Revision as of 12:00, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓πείρων Medium diacritics: ἀπείρων Low diacritics: απείρων Capitals: ΑΠΕΙΡΩΝ
Transliteration A: apeírōn Transliteration B: apeirōn Transliteration C: apeiron Beta Code: a)pei/rwn

English (LSJ)

(A), ον, gen. ονος, (πεῖρα) A = ἄπειρος (A), without experience, ignorant, S.OT1088 (lyr.), Fr.266.
(B), ον, gen. ονος, (πεῖραρ, πέρας) Ep. form of ἄπειρος (B), A boundless, endless, ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν Od.1.98, Hes.Th.187; Ἑλλήσποντος ἀ. Il.24.545; δῆμος ἀπείρων a countless people, ib.776; ὕπνος ἀπείρων seeming endless, i.e. profound sleep, Od.7.286; ἀπείρονα γῆς βάθη Emp.39, cf. 28; τῶν ἀλιθίων ἀ. γενέθλα Simon.5.6; δόξα Pi.P.2.64; κύκλος a vast concourse, B.8.30. 2 = ἄπειρος (B) 2, without end or escape, δεσμοὶ ἀπείρονες Od.8.340. 3 In Att. = ἄπειρος (B) 3, having no end, circular, δακτύλιος ἀπείρων Ar.Fr.250, cf. IG2.709.5, 11(2).161 B81 (Delos, iii B. C.); ἐν λόχῳ ἀπείρονι, of persons standing in a circle, A.Fr.379.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
1 infinito, ilimitado, vasto en sg. γαῖα Il.7.446, Od.1.98, 19.107, Hes.Th.187, Op.160, 487, Fr.133, A.R.1.1323, πόντος Il.1.350, Od.4.510, Hes.Th.678, Ἑλλήσποντος Il.24.545, Σφαῖρος Emp.B 28, δόξα Pi.P.2.64, καρπὸς Ἰάκχου AP 11.64 (Agath.), κόσμος Corp.Herm.Fr.29
en plu. en número infinito παρὰ παγὰς ἀπείρονας Stesich.7, ἀπε[ί] ροσι ὕμνοις Carm.Conu.34b.3, φάλαγγες Nonn.D.2.381, χεῖρες Nonn.D.2.512.
2 de colect. inmenso por su número, incontable δῆμος Il.24.776, λαός Hes.Sc.472, Ἑλλάνων δι' ἄπ[ει] ρον κύκλον por el nutrido corro de los griegos B.9.30, τῶν ... ἠλιθίων ἀπείρων γενέθλα Simon.37.38, μισθός h.Cer.173.
3 insondable ἀπείρονα γῆς τε βάθη Emp.B 39, fig. ὕπνος sueño profundísimo, Od.7.286.
4 sin solución de continuidad, continuo, inextricable de ataduras δεσμοὶ ... ἀπείρονες Od.8.340
circular δακτύλιος Ar.Fr.250, IG 22.1459.6 (IV a.C.), 1544.16, 19 (IV a.C.), IG 11(2).161B.81 (Delos III a.C.), ἐν λόχῳ τ' ἀπείρονι en una trampa sin salida, cerrada A.Fr.343.32.
-ον, gen. -ονος
desconocedor, ignorante οὐ τὸν Ὄλυμπον ἀπείρων, ὦ Κιθαιρών, οὐκ ἔσῃ no, por el Olimpo, no estarás ignorante, Citerón S.OT 1088, cf. Fr.266, ἀπείρονας· ἀπειράτους Hsch.

German (Pape)

[Seite 285] ον (πέρας), 1) unbegrenzt, unermeßlich, oft bei Hom. γαῖα, κατ' ἀπείρονα γαῖαν Od. 17, 418, sonst stets ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν, Iliad. 7, 446. 24, 542 Od. 1, 98. 5, 46. 17, 386. 19, 107, πολλὴν ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν Od. 15, 79; πόντον ἀπείρονα Od. 4, 510; Ἑλλήσποντος Il. 24, 545; δῆμος 24, 776; ὕπνον, ohne Ende, Od. 7, 286; δεσμοὶ τρὶς τόσσοι ἀπείρονες 8, 340; δόξα Pind. P. 2, 64; kreisrund, Aesch. frg. 434; vgl. Ar. bei Schol. Il. 14, 200 u. B. A. 420; καρπὸς Ἰάκχου Agath. 24 (XI, 64). – 2) (πεῖρα) unerfahren, unwissend, Soph. O. R. 1089.

French (Bailly abrégé)

1ων, ον ; gén. ονος;
sans expérience, ignorant.
Étymologie: , πεῖρα.
2ων, ον ; gén. ονος;
1 sans fin, infini, immense, innombrable;
2 inextricable.
Étymologie: , πέρας.

Russian (Dvoretsky)

ἀπείρων: Hom., Hes., Pind., Aesch., Arph. = ἄπειρος I-III.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπείρων: -ον, (πεῖρα) = ἄπειρος Α, ὁ ἄνευ πείρας, ἀμαθής, μόνον ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1088.

English (Autenrieth)

ονος (πέρας): boundless, endless; δῆμος, ‘countless,’ Il. 24.776; ὕπνος, Od. 7.286; δεσμοί, Od. 8.340.

English (Slater)

ᾰπείρων boundless, infinite τὰν ἀπείρονα δόξαν (P. 2.64) ]ειν ἀπείρονας ἀρετὰς [Αἰακ]ιδᾶν (Pae. 6.176)

Greek Monolingual

(I)
ἀπείρων, -ον (AM) πείρα
άπειρος, αμαθής.
(II)
ἀπείρων, -ον (Α) πείραρ, πέρας]]
1. απεριόριστος, ατελείωτος αχανής
2. αναρίθμητος, αμέτρητος
3. ο χωρίς τέλος ή διέξοδο
4. ο κυκλικός
5. (για ύπνο) βαθύς.

Greek Monotonic

ἀπείρων: -ον (πεῖρα)=ἄπειρος Α, αυτός που δεν διαθέτει πείρα, αδαής, άσχετος, σε Σοφ.
ἀπείρων: -ον (πεῖραρ, πέρας),
1. = ἄπειρος Β, απέραντος, αχανής, ατελεύτητος, αναρίθμητος, σε Όμηρ.
2. = ἄπειρος
Β. 2., αυτός που δεν έχει έξοδο διαφυγής, αδιέξοδος, αξεδιάλυτος, δεσμοί, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

1 πεῖρα
= ἄπειρος1, without experience, ignorant, Soph.
2 πεῖρας, πέρας
1. = ἄπειρος2 1, boundless, endless, countless, Hom.
2. = ἄπειρος2 2, without end, inextricable, δεσμοί Od.