κοιτών
διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A bed-chamber, Ar.Fr.6, PTeb.120.14 (i B.C.), D.S.11.69, etc.; ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος = chamberlain, Act.Ap.12.20, Arr.Epict.3.22.15; ἐπὶ κοιτῶνος Σεβαστοῦ = Lat. cubicularius Augusti, CIG2947 (Caria, ii A.D.), cf. IG14.2143, al.: rejected by the Atticists, who hold δωμάτιον to be correct, cf. Poll.1.79, Phryn.227.
2 grave, IG14.464 (Catana).
3 nursery, ἐν κοιτῶνι εἶναι to be an infant, be a minor, Just. Nov.155Praef.
II landing place, Stad.128.
German (Pape)
[Seite 1471] ῶνος, ὁ, Schlafgemach, VLL., von Phryn. p. 252 verworfen, wo Lob. Beispiele aus Matro bei Ath. IV, 135 d u. Sp. beibringt.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
chambre à coucher.
Étymologie: κοίτη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοιτών -ῶνος, ὁ [κοίτη] slaapkamer:. ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος = kamerheer (eretitel) NT Act. Ap. 12.20.
Russian (Dvoretsky)
κοιτών: ῶνος ὁ спальня Arph., Luc., NT.
English (Strong)
from κοίτη; a bedroom: + chamberlain.
English (Thayer)
κοιτῶνος, ὁ (from κοίτη; cf. νυμφών etc.), a sleeping room, bed-chamber: ὁ ἐπί τοῦ κοιτῶνος, the officer who is over the bed-chamber, the chamberlain, δωμάτιον; cf. Lob. ad Phryn., p. 252f.).
Greek Monotonic
κοιτών: -ῶνος, ὁ (κοίτη), καμάρα, υπνοδωμάτιο, ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος, θαλαμηπόλος, praefectus cubiculi, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
κοιτών: -ῶνος, ὁ, (κοίτη) δωμάτιον ὕπνου, θάλαμος, «κρεββατοκάμαρα», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 113, Μάτρων κτλ. παρ’ Ἀθην. 135D, Διόδ. 11. 69· ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος, θαλαμηπόλος, praefectus cubiculi, Πράξ. Ἀποστ. ΙΒ΄, 20, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 2947, καὶ ἀλλ.· πρβλ. κοιτωνίτης. ― Ἀποδοκιμάζεται ἡ λέξις ὑπὸ τῶν Ἀττικιζόντων διατεινομένων ὅτι δωμάτιον εἶναι ἡ δόκιμος λέξις, πρβλ. Πολυδ. Α΄, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 160, Φρύν. 252, καὶ ἴδε προδωμάτιον. ΙΙ. ταμεῖον, Δίων Κ. 61. 5. ΙΙΙ. ἀποβάθρα, Σταδιασμ. 2. 460 Gail.
Middle Liddell
κοιτών, ῶνος, κοίτη
a bed-chamber, ὁ ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος a chamberlain, praefectus cubiculi, NTest.
Chinese
原文音譯:koitèn 虧團
詞類次數:名詞(1)
原文字根:臥房 相當於: (חֶדֶר)
字義溯源:寢室,臥室,內室,內侍臣;源自(κοίτη)=床);而 (κοίτη)出自(κεῖμαι)*=躺)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 臥室(1) 徒12:20
Mantoulidis Etymological
(=δωμάτιο ὕπνου). Ἀπό τό κοίτη τοῦ κεῖμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.