ψώρα

From LSJ
Revision as of 08:15, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψώρα Medium diacritics: ψώρα Low diacritics: ψώρα Capitals: ΨΩΡΑ
Transliteration A: psṓra Transliteration B: psōra Transliteration C: psora Beta Code: yw/ra

English (LSJ)

Ion. ψώρη, ἡ, (ψάω, ψώω) A itch, mange, scurvy, of men and beasts, Hdt.4.90, Pl.Phlb.46a, Hermipp.63.7 (hex.), Phryn.Com.26 (dub.); ἵππων Plb.3.88.1; βοσκημάτων Thphr.HP9.9.4; τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐν ψώρᾳ συνεχομένους Phld.Rh.2.143 S.; called by Suid. κνησμονή (fr. κνάω to scratch): pl., Pap. in Stud.Ital.12(1935).94 (iii A. D.); ψώρα ἀγρία, of a malignant kind, LXX Le.21.20. 2 metaph., ψ. περὶ τὰς αἱρέσεις Gal.8.148. II a disease of trees, scab, Cladosporium herbarum, especially of fig trees, when they are overgrown with moss, Thphr.HP4.14.3, etc.; also of the olive, Hp.Nat.Mul.79, Mul.2.117; cf. λειχήν. III a moth, = φάλαινα, Sch.Nic.Th.760.

German (Pape)

[Seite 1406] ἡ, die Krätze, Räude, eine Hautkrankheit; Her. 4, 90; Plat. Phil. 46 a u. Folgde; eigtl. adj., sc. νόσος; eine Krankheit, die durch heftiges Jucken der Haut Reiben oder Kratzen verursacht und mit Ausschlag, Rauhheit der Haut verbunden ist; eine besonders schlimme Art hieß ἀγρία ψώρα, Medic. – Auch eine Krankheit der Bäume, bes. der Feigenbäume, wenn sich zu viel Moos ansetzt, Theophr. – Bei den Sp. die Lichtmotte, die sonst φάλαινα u. πυραύστης heißt, Schol. Nic., vgl. Hermipp. bei Ath. I, 27 e.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gale, maladie de la peau.
Étymologie: ψάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψώρα -ας, ἡ, Ion. ψώρη [ψάω] schurft.

Russian (Dvoretsky)

ψώρα: ион. ψώρηкожная болезнь, струпья Her., Plat. etc.

Greek (Liddell-Scott)

ψώρα: Ἰων. ψώρη, ἡ, (ψάω, ψώω) ὡς καὶ νῦν, τὸ γνωστὸν νόσημα τῆς ἐπιδερμίδος, παρὰ Πλινίῳ scabies, impetigo, psora, ἀνθρώπων τε καὶ ζῴων, Ἡρόδ. 4. 90, Πλάτ. Φίληβ. 46Α, Ἕρμιππος ἐν «Φορμοφόροις» 1. 7, Φρύν. Κωμικ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 8· ἵππων Πολύβ. 3. 88, 1· βοσκημάτων Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 4· ὑπὸ τοῦ Σουΐδ. καλουμένη κνησμονὴ (ἐκ τοῦ κνάω, ξέω)· - εἶδός τι αὐτῆς κακὸν καὶ διαβρωτικὸν ἐκαλεῖτο ἀγρία ψώρα, συναπτομένη μετὰ τοῦ λειχήν, Ἑβδ. (Λευ. ΚΑ΄, 20), πρβλ. ὡσαύτως λιπόψωρος. ΙΙ. νόσος τις τῶν δένδρων μάλιστα τῆς συκῆς, καθ’ ἣν ὁ φλοιὸς ἐπικαλύπτεται ὑπὸ μνίου ἢ ὕπνου (τὸ ὕπνον), Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 3, κλπ.: ὡσαύτως, τῆς ἐλαίας, Ἱππ. 582. 47., 641. 43, 658. 11· εἰ καὶ τῆς ἐλαίας τὸ νόσημα ἐκαλεῖτο κυρίως λειχήν· πρβλ. Λατ. scabra oliva. ΙΙΙ. εἶδος ψυχῆς, ἥτις ἀλλαχοῦ καλεῖται φάλαινα καὶ πυραύστης, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 760.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψώρη Α
1. ιατρ. παρασιτική μεταδοτική νόσος του δέρματος τών ανθρώπων και τών ζώων
2. γενική ονομασία διαφόρων ασθενειών τών φυτών
νεοελλ.
1. μτφ. α) ηθικά μολυσμένος ή υπερβολικά ενοχλητικός άνθρωπος («δεν λέει να ξεκολλήσει από δίπλα μας αυτή η ψώρα»)
β) ένδεια, φτώχεια
2. (φυτοπαθ.) άλλη ονομασία για τα έντομα της ομάδας τών κοκκοειδών
3. φρ. «να ήταν η ζήλεια ψώρα, θα γέμιζε όλη η χώρα» — δηλώνει ότι όλοι οι άνθρωποι ζηλεύουν
4. παροιμ. «όποιος ξύνει την ψώρα του άλλου, δροσίζει τη δική του» — όποιος βοηθά τους άλλους, βοηθά και τον εαυτό του
αρχ.
είδος εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη- του ψήω / ψῆν «τρίβω», με υγρό επίθημα -ρα].

Greek Monotonic

ψώρα: Ιων. ψώρη, ἡ (ψάω), η ψώρα ως νόσημα της επιδερμίδας, Λατ. scabies, impetigo, psora, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Middle Liddell

ψώρα, Ionic ψώρη, ἡ, [ψάω]
the itch, scurvy, scab, mange, Lat. scabies, impetigo, Hdt., Plat.

English (Woodhouse)

mange, tickling

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ψώω = ψάω (=τρίβω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ψωραλέος, ψωράω -ῶ (=ψωριάω -ῶ), ψωρίασις, ψωρικός, ψωροειδής, ψωρός, ψωριώδης.