σκιάς

From LSJ
Revision as of 08:27, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐάς Medium diacritics: σκιάς Low diacritics: σκιάς Capitals: ΣΚΙΑΣ
Transliteration A: skiás Transliteration B: skias Transliteration C: skias Beta Code: skia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (σκιά) A canopy or arbour (in form like a sunshade), Eup.445, Theoc.15.119, Demetr.Sceps. ap. Ath.4.141f, AP9.488 (Trypho, pl.), Plu.Them.16; of Dionysus (cf. σκιάδειον), Poll.7.174, Hsch. 2 esp. the θόλος at Athens, IG22.1013.39; ἐπὶ Σκιάδος warden of the Σ., ib.3.1041 (ii A.D.), 1051.22 (ii/iii A.D.), etc., cf. Ammon. ap. Harp. s.v. θόλος: also, a rotunda at Sparta in which the assemblies of the people were held, Paus.3.12.10. II umbel of plants, Phanias ap.Ath.9.371d (σκίλλα cj. Wilamowitz). III = ἀναδενδράς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 898] άδος, ἡ, 1) ein jedes Schattendach, bes. von abgerundeter Kuppelform, z. B. ein Theater od. Odeum in Lacedämon, Paus. 3, 12; vgl. Ath. IV, 141 e; Plut. Them. 16 Ant. 26. Nach Poll. 10, 127 = σκιάδιον, vgl. 7, 174. – 2) der Schirm, die Dolde der Dolden tragenden Pflanzen, umbella. – Bei Hesych. = ἀναδενδράς.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
tout abri contre le soleil (ombrelle, parasol, etc.).
Étymologie: σκιά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιάς -άδος, ἡ [σκιά] pergola, prieel, baldakijn (schaduwgevend afdak).

Russian (Dvoretsky)

σκιάς: άδος (ᾰδ) ἡ навес, балдахин, купол (для защиты от солнца) Theocr., Plut., Anth.

Greek Monolingual

(I)
-άδος, ἡ, Α
βλ. σκιάδα.
(II)
Ν
επίρρ. τουλάχιστον («και σκιάς εις το δακτύλι μου αυτός δε θέλ' απλώσει», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για διαλ. τ.].
(III)
ο, Ν
1. απότομος, τραχύς άνθρωπος
2. συνεκδ. κακοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eskiya «ληστής»].

Greek Monotonic

σκῐάς: -άδος, ἡ (σκιά), οτιδήποτε χρησιμεύει στο να παρέχει σκιά, παραπέτασμα, στέγαστρο, υπόστεγο, ομπρέλα, καπέλο, σε Θεόκρ., Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

σκιάς: -άδος, ἡ, (σκιὰ) πᾶν ὅ,τι χρησιμεύει πρὸς σκιάν, εἶδος εὐρέος σκιαδείου ἐν εἴδει οὐρανοῦ (τὸ σχῆμα ἔχοντος ἀλεξηλίου), «τέντα» μὲ θολωτὴν ὀροφήν, «κιόσκι», Θεόκρ. 15. 119, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 141F, Πλουτ. Θεμιστ. 16· οἷον τὸ τοῦ Διονύσου (πρβλ. σκιάδειον), Πολυδ. Ζ΄, 174, Ἡσύχ. 2) Σκιὰς = ὁ ἐν Ἀθήναις θόλος, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 39· ἐπὶ σκιάδος, tholo praefectus, αὐτόθι 184, 191-4, ἴδε Böckh σ. 326, Ἀμμών. παρ’ Ἁρποκρ.· ὡσαύτως, κυκλικόν τι οἰκοδόμημα ἐν Σπάρτῃ ἐν ᾧ ἠθροίζετο ὁ λαὸς ἐν Ἐκκλησίᾳ, Παυσ. 3. 12, 8, Ἀνθ. Π. 9. 488. ΙΙ. ὁ κόρυμβος, τῶν κορυμβοειδῶν φυτῶν, Φανίας παρ’ Ἀθην. 371D. III. = ἀναδενδράς, Ἡσύχ.

Middle Liddell

σκιάς, άδος, σκιά
any thing serving as a shade, a canopy, pavilion, Theocr., Plut.