γραμμάτιον

From LSJ
Revision as of 19:52, 19 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γραμμᾰτιον Medium diacritics: γραμμάτιον Low diacritics: γραμμάτιον Capitals: ΓΡΑΜΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: grammátion Transliteration B: grammation Transliteration C: grammation Beta Code: gramma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of γράμμα, Luc.Merc.Cond.36. II = γραμματεῖον, bond, contract, POxy.71.5 (iv A. D.).

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 escrito breve, carta Charito 5.7.5, ἡ δὲ Μαντὼ ... γράφει γ. πρὸς τὸν Ἁβροκόμην X.Eph.2.5.1, ἐσφραγισμένον γραμμάτιον Aesop.295, ἐγγράψαντα καὶ κατασημηνάμενον τὸ γραμμάτιον πέμψαι ... εἰς Ἐκβατάνα Arr.An.7.18.2, ὁ Τουτίλας γράψας γραμμάτια πολλά Procop.Goth.3.9.20
nota, esquela amorosa τοῦ μοιχοῦ Luc.Merc.Cond.36, cf. DMeretr.10.2
libelo Iul.ad Ath.283b
escrito, moción en la asamblea Syn.Ep.66 (p.107.9, cf. 18).
2 documento de diversos tipos, esp. contractual τὸ γραμμάτιον τῆς ἀπελευθερώσεως el acta de manumisión Char.5.7.4, ἐντολιμαῖον γραμμάτιον = documento de autorización, poder, procuración, PMasp.161.15 (VI d.C.), ὑποθηκιμαῖον γραμμάτιον = contrato pignoraticio, PYoutie 92.18 (VI d.C.), ἀγοραῖον γραμμάτιον = contrato de venta, PMasp.168.11 (VI d.C.)
obligación, título de deuda ἀπῄτησα Πανεμγέα χωρὶς οὐδενὸς γραμματίου δραχμὰς ὀγδοήκοντα PWürzb.22.6 (II d.C.), κατὰ δύο γραμμάτια ὡμολόγησεν ἔχειν μου παρακαταθήκην POxy.71.5 (IV d.C.), κύριον τὸ γραμμάτιον ἁπλοῦν γραφέν la obligación, redactada en copia única, es válida, POxy.1891.20 (V d.C.), cf. PSI 1122.29 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 504] τό, dim. von γράμμα, Schriftchen (vgl. γραμματεῖον), Luc. Merc. cond. 36 u. sonst bei Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραμμάτιον -ου, τό en γραμματεῖον γράμμα officieel document, petitie.

Russian (Dvoretsky)

γραμμάτιον: τό записочка, письмецо Luc.

Greek Monolingual

το (AM γραμμάτιον)
έγγραφη εντολή προς εξόφληση χρηματικού ποσού σε καθορισμένη ημερομηνία
(αρχ. μσν.) επιστολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό της λ. γράμμα. Η λ. γραμμάτιο «επιστολή» πέρασε στην ορολογία τών οικονομικών επιστημών και ειδικότερα σ' αυτή του αστικού-εμπορικού δικαίου (πρβλ. συναλλαγματική)].

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de γράμμα.