Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκρόνυχος

From LSJ
Revision as of 15:56, 24 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Sophocles, Antigone, 781
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρόνῠχος Medium diacritics: ἀκρόνυχος Low diacritics: ακρόνυχος Capitals: ΑΚΡΟΝΥΧΟΣ
Transliteration A: akrónychos Transliteration B: akronychos Transliteration C: akronychos Beta Code: a)kro/nuxos

English (LSJ)

(A), ον, at nightfall, ἄνεμοι Arist.Mete.367b26; ἀνατολαί Thphr.Sign.2; φάσεις Procl.Hyp.5.66; σφάζων ἀκρόνυχος Theoc.Beren.3, cf. Nic. Th.761:—neut. as adverb, Arist.Pr.942a23. (Written ἀκρώνυχος in PHib.27 (iii B. C.).)

(B), ον, = ἀκρώνυχος, AP6.103 (Phil.), Q.S.8.157.

Spanish (DGE)

(ἀκρόνῠχος) -ον
• Grafía: graf. ἀκρών- PHib.27.56 (III a.C.), PMich.149.11.10
1 vespertino ἀνατολαί Thphr.Sign.2, φάσεις Procl.Hyp.5.66, δειπνητός Nic.Th.761, Πέλειαι (identif. con las Πλειάδες) Posidipp.Epigr.39, del planeta Júpiter Ζεύς Nonn.D.6.244, cf. Chal.Comm.71, Cat.Cod.Astr.8(2).84.5, astrol. en PMich.l.c.
neutr. como adv. ἄνεμος γίνεται ... ἀκρόνυχον Arist.Pr.942a23, cf. Arist.Mete.367b26.
2 pred. trad. como adv. al anochecer de ritos σφάζων ἀκρόνυχος Theoc.Fr.3.3, Ἀρκτοῦρος ἀ. ἐπιτέλλει PHib.l.c., cf. 67
subst. ἐν τοῖς ἀκρωνύχοις en las ceremonias o ritos vespertinos, Milet 1(7).205a.
v. 2 ἀκρώνυχος.

German (Pape)

[Seite 84] (s. ἀκρώνυχος), leicht berührend, κανών Phil. 15 (VI, 103); zw. bei Qu. Sm. 8, 157. am Anfange der Nacht, Arist. Probl. 26, 18; Theocr. frg. Beren. 3 u. sp. D., wie λύχνοι ἀκρ. Nic. Th. 766; ἀνατολαί, Spätaufgang (ὅταν ἅμα δυομένῳ ἡλίῳ ἀνατέλλῃ), Theophr.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
au commencement de la nuit.
Étymologie: ἄκρος, νύξ.
2ος, ον :
c. ἀκρώνυχος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρόνῠχος: Anth. = ἀκρώνυχος.
появляющийся с наступлением ночи (ἄνεμοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόνῠχος: -ον, κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς νυκτός, πρὸς ἑσπέραν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8. 28, Θεόφρ. περὶ σημείων ὑδάτ. 1. 2, Θεόκρ. 31. 3, Νικ. Θ. 761: ― τὸ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 18.

Greek Monolingual

ἀκρόνυχος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στην αρχή της νύκτας, στο σούρουπο
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀκρόνυχον
όταν πέφτει η νύχτα, στο δειλινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -νυχος < νὺξ (πρβλ. ἀκρόνυκτος, ἀκρονύκτιος).
ΠΑΡ. μσν. ἀκρονυχία.

Greek Monotonic

ἀκρόνῠχος: -ον (νύξ), στην αρχή της νύχτας, προς το βραδάκι, σε Θεόκρ. κ.λπ.
• ἀκρόνῠχος: -ον (ὄνυξ) = ἀκρώνυχος, σε Ανθ.

Middle Liddell

[νύξ]
at night-fall, at even, Theocr., etc.