παλαμναῖος
English (LSJ)
ὁ,
A (παλάμη 1.2) one guilty of violence: hence, murderer, τινος S.Tr.1207; one defiled by blood-guiltiness, A.Eu.448, S. El.587, Hyp.Fr.85; ὦ παλαμναίη O miscreant!, of the fox, Babr.82.6.
2 as adjective, τῷ π. ξένῳ the abominable stranger, Phryn.Com. 58; ἱκεσίαι = a murderer's supplications, A.R.4.709; ἀσπίς Orph.L. 512; π. μόρον ἕξει a miscreant's death, prob. in Supp.Epigr.1.442 (Lydia).
II = ἀλάστωρ, avenger of blood, μὴ παλαμναῖον λάβω E. IT1218, cf. X.Cyr.8.7.18 (pl.); in full, δαίμονες π. avenging deities, Ti.Locr.105, cf. Plu.Oth.1, Jul.Caes.336b; Ζεὺς π. Arist.Mu.401a23, cf. Plb.Fr.98, Poll.5.131, EM647.43.
German (Pape)
[Seite 447] eigtl. der durch seine Hand, παλάμη, Blutschuld auf sich geladen hat, der Mörder; Harpocr. sagt τοὺς αὐτοχειρίᾳ τινὰς ἀνελόντας τῇ παλάμῃ, παλαμναίους ἐκάλουν, u. so auch a. VLL.; Aesch. Eum. 448; καὶ φονεύς, Soph. Tr. 1207; El. 587; Sp., auch in Prosa, τὸν προσφέρονυα τὴν κεφαλὴν ὡς παλαμναῖον ἀπεστράφη, Plut. Pomp. 80; u. ganz adjectivisch behandelt, παλαμναιόταται ἀραί, die grausesten, Synes.; ὦ παλαμναίη, Babr. 82, b. – Auch der Rächer der Blutschuld, Ζεύς, Arist. mund. 7; oder der Blutschuldfühner, nach B. A. 193, 10; vgl. VLL.; θεοί, Poll. 1, 24. 5, 131; Rachegeist, Quälgeist, τὰς ψυχὰς τῶν ἄδικα παθόντων οὔπω κατενοήσατε οἵους μὲν φόβους τοῖς μιαιφόνοις ἐμβάλλουσιν, οἵους δὲ παλαμναίους τοῖς ἀνοσίοις ἐπιπέμπ ουσι, Xen. Cyr. 8, 7, 18; – παλαμναῖαι ἱκεσίαι, Flehen wegen eines Mordes, Ap. Rh. 4, 709; – τὸ παλαμναῖον, die Befleckung durch Blutschuld, Eur. I. T. 1219.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a les mains teintes de sang, souillé d'un meurtre ; scélérat ; ὁ παλαμναῖος meurtrier;
2 vengeur du sang répandu ; ὁ παλαμναῖος pensée vengeresse, remords.
Étymologie: παλάμη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλαμναῖος -α -ον [παλάμη] gewelddadig; meestal subst. moordenaar:. ἄφθογγον εἶναι τὸν παλαμναῖον νόμος het is wet dat een moordenaar niet mag spreken Aeschl. Eum. 448. wrekend; subst. οἱ παλαμναῖοι wraakgeesten.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλαμναῖος: ὁ
1 убийца, душегуб (π. καὶ φονεύς Soph.; ἄφθογγον εἶναι τὸν παλαμναῖον νόμος κελεύει Aesch.);
2 мститель, каратель (Ζεὺς π. Arst.; δαίμων Plut.; παλαμναίους τοῖς ἀνοσίοις ἐπιπέμπειν Xen.).
Greek Monolingual
παλαμναίος, ὁ (Α)
1. αυτός που φονεύει κάποιον με τα ίδια του τα χέρια, δολοφόνος
2. ικέτης μολυσμένος ένεκα φόνου ο οποίος δεν έχει ακόμα εξαγνισθεί
3. εκδικητής
4. ως επίθ. α) αχρείος, βδελυρός
β) ολέθριος, καταστρεπτικός
γ) εκδικητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. παλάμη.
Greek Monotonic
πᾰλαμναῖος: ὁ (παλάμη)·
I. ένοχος για πράξη βίας, άνθρωπος ένοχος για φόνο, δολοφόνος, σε Αισχύλ., Σοφ.· — ὦ παλαμναίη, ω αλητήρια, πανούργα, λέγεται για την αλεπού, σε Βάβρ.
II. = ἀλάστωρ, εκδικητής αίματος, σε Ευρ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαμναῖος: δηλ. χειρὶ ἀνελών τινα, ὅθεν, ὡς τὸ αὐτόχειρ, ὁ τῇ ἰδίᾳ χειρὶ φονεύων τινά, τινος Σοφ. Τρ. 1207· ὁ μεμολυσμένος ἕνεκα φόνου, ἔνοχος φόνου, ἱκέτης μήπω ἐξαγνισθείς, ὡς τὸ προστρόπαιος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 448, Σοφ. Ἠλ. 587, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ.· - ὦ παλαμναίη, ὦ κατηραμένη, ἐπὶ τῆς ἀλώπεκος, Βαβρ. 82. 6. 2) ὡς ἐπίθετ., τῷ π. ξένῳ, τῷ βδελυρῷ, Φρύνιχ. Τραγ. ἐν Ἀδήλ. 2· παλαμναῖαι ἱκεσίαι, αἱ ὑπέρ φόνου γιγνόμεναι, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 709· π. γνώμη, ὀλεθρία, Συνέσ. 224C· ἀραὶ παλαμναιόταται ὁ αὐτ. 161Α. ΙΙ. = ἀλάστωρ, ὁ ἐκδικητὴς τοῦ αἵματος, μὴ παλαμναῖον λάβω Εὐρ. Ι. Τ. 1218· δαίμονες π., θεότητες ἐκδικητικαί, Τίμ. Λοκρ. 105, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 18· Ζεὺς π. Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 3· πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 131, Ἐτυμολ. Μέγ. 647, 43. Φώτ.
Middle Liddell
πᾰλαμναῖος, ὁ, παλάμη
I. one guilty of violence, a blood-guilty man, murderer, Aesch., Soph.: —ὦ παλαμναίη oh miscreant! of the fox, Babr.
II. = ἀλάστωρ, the avenger of blood, Eur., Xen.