ἀσχαλάω

From LSJ
Revision as of 10:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσχᾰλάω Medium diacritics: ἀσχαλάω Low diacritics: ασχαλάω Capitals: ΑΣΧΑΛΑΩ
Transliteration A: aschaláō Transliteration B: aschalaō Transliteration C: aschalao Beta Code: a)sxala/w

English (LSJ)

only pres. (exc. fut. -ήσω Thal. ap. D.L.1.44), 3sg. ἀσχαλάᾳ Il.2.293; 3pl. ἀσχαλόωσι 24.403; inf. ἀσχαλάαν 2.297; part. ἀσχαλόων 22.412; imper. ἀσχάλα Archil.66.6; inf. ἀσχαλᾶν E.IA 920:—more freq. ἀσχάλλω, once in Hom. ἀσχάλλῃς Od.2.193, cf. S.OT937, E.Or.785, and so always in Prose, X.Eq.10.6, D.21.125, Onos.1.17, Eus.Mynd.6: impf. ἤσχαλλον Hes.Fr.76.3, Hdt.3.152, 9.117; imper. ἄσχαλλε Thgn.219: 3sg. fut. ἀσχᾰλεῖ (prob. for ἀσχαλᾷ) A.Pr.764:—to be distressed, be grieved, abs., ἀσχαλάαν παρὰ νηυσί Il.2.297, cf. 22.412, etc.: the cause of distress is added by Hom. either in part., μένων ἀσχαλάᾳ Il.2.293, cf. Od.1.304; ἥν κε (sc. θωὴν) τίνων ἀσχάλλῃς 2.193: or in gen., ἀσχαλάᾳ δὲ πάϊς βίοτον κατεδόντων = and my son is vexed because while these men devour his livelihood, and my son frets, while these men devour his livelihood... 19.159; κτήσιος ἀσχαλόων τήν οἱ κατέδουσιν Ἀχαιοί ib.534: later in dat., ἀ. τινί at a thing, Archil. l. c., A.Pr.764, E.IA920; ἐπὶ τῷ διδόναι δίκην ἀσχάλλειν D. l.c., cf. Ph.2.521; πρός τι Longus3.8: c. acc., θάνατον ἀ. πατρῷον E.Or.785.

Spanish (DGE)

(ἀσχᾰλάω)
• Morfología: gener. en pres. excepto fut. -ήσω Thal. en D.L.1.44; 3a sg. ἀσχαλάᾳ Il.2.293, Orph.L.670, inf. ἀσχαλάαν Il.2.297, Mosch.4.71, Q.S.5.595, frec. formas c. diéct. en -όω Il.22.412, Theoc.25.236, A.R.2.489, Orph.L.446, cf. tb. ἀσχάλλω
estar irritado o afligido γέροντα ... ἀσχαλόωντα de Príamo tras la muerte de Héctor Il.22.412, cf. 2.297, ἐπεὶ μέμονέν γε παρέμμεναι ἀσχαλόωντι porque está decidido a quedarse con un (viejo) quejumbroso A.R.2.489, Ἰήσων ... ἴσχανεν ἀσχαλόωσαν Jasón la confortó en su aflicción A.R.4.108, Βάκχῳ δ' ἀσχαλόωντι ... αἴσιος ἔπτη αἰετός Nonn.D.38.26, ἀσχαλάαν ἐνὶ θυμῷ Q.S.5.595, cf. Nonn.D.33.236, Colluth.191, 342
c. distintas maneras de expresar la causa estar irritado o afligido por c. part. pred. μένων ... ἀσχαλάᾳ Il.2.293, cf. Od.1.304, c. gen. κτήσιος ἀσχαλόων τήν οἱ κατέδουσιν Ἀχαιοί Od.19.534, ἀσχαλάᾳ δὲ πάϊς βίοτον κατεδόντων Od.19.159, c. dat. instrum. κακοῖσιν ἀσχάλα μὴ λίην no te irrites demasiado con los fracasos Archil.211.6, διωγμοῖς ἀσχαλῶσ' ref. a Ártemis, A.Supp.148, ἐπίσταμαι ... τοῖς κακοῖσι ... ἀσχαλᾶν E.IA 920, γνώμων δέ τοί εἰμι ἀσχαλάαν Mosch.l.c. (cód.), c. inf. ἀσχαλάᾳ ... εἴργεσθαι θνητοὺς ὁράαν ... πρόσωπα ... βασιλῆος Orph.L.670, ἀσχαλόων ἑὸν υἷα φίλον θήρεσσι μάχεσθαι Orph.L.446, c. or. subord. causal o temp. εἰ δὲ ἀσχαλήσεις ὅτι ... Thal.l.c., ἀσχαλόων ὅ μοι ὁ πρὶν ἐτώσιος ἔκφυγε χειρός Theoc.l.c., χὠ παῖς ἀσχαλάων ὅκα ... Bio Fr.13.7.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et fut. ἀσχαλήσω;
se fâcher, être fâché, être irrité de, gén. ou dat. ; avec un part. : ἀσχαλόωσι épq. μένοντες OD ils s'irritent de rester.
Étymologie: DELG prob. de *ἄσχαλος, de ἀ et de ἔχω, « qui ne peut supporter, qui ne peut se retenir », avec suff. -αλος.

German (Pape)

sich ärgern, unwillig, zornig sein; absol., ἀσχαλάαν Il. 2.297, ἀσχαλόωντα 22.412; die Veranlassung durch ein part. ausgedrückt, μένων ἀσχαλάᾳ 2.293, ἀσχαλόωσι καθήμενοι 24.403, ἀσχαλόωσι μένοντες Od. 1.304; das part. im genit. ἀσχαλάᾳ βίοτον κατεδόντων 19.159; genit. eines substant., κτήσιος ἀσχαλόων, τήν οἱ κατέδουσιν 19.534; oft auch sp.D.; Mosch. 4.70; τινί, Archil. 81; Aesch. Prom. 766; Eur. I.A. 920; auch DL. 1.44 mit folgd. ὅτι.

Russian (Dvoretsky)

ἀσχᾰλάω: и ἀσχᾰλόω сердиться, гневаться, негодовать (τινος Hom. и τινι Aesch., Eur.; ὅτι … Theocr., Diog. L.): ἀσχαλόωσι μένοντες Hom. они раздражены (долгим) ожиданием.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσχᾰλάω: ἐν χρήσει μόνο κατ’ ἐνεστώτα, οὑ ὁ Ὅμηρ. ἔχει τοὺς ἑξῆς ἀνωμάλους σχηματισμούς, γ΄ ἑν. ἀσχαλάᾳ, γ΄ πλ. ἀσχαλόωσι, ἀπαρ. ἀσχαλάαν, μετοχ. ἀσχαλόων: προστ. ἀσχάλα Ἀρχίλ. 60· ὁ τύπος ἀσχάλλω ἀπαντᾷ ἅπαξ παρ’ Ὁμήρῳ (ἀσχάλῃς) Ὀδ. Β. 193), καὶ τοῦτον τὸν τύπον μεταχειρίζονται πρὸ πάντων οἱ Τραγ. (ὁ Εὐρ. ἐν Ι. Α. 920 ἔχει ἀσχαλᾶν, πρβλ. συνασχαλάω), ἀλλ’ εἶναι σπάνιον τὸ ῥῆμα τοῦτο ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ Ξεν. Ἱππ. 10. 6, Δημ. 555. 26: παρατατ. ἤσχαλλον Ἡσ. Ἀποσπ. 37 (67), Ἡρόδ. 3. 152., 9. 117· προστ. ἄσχαλλε Θέογν. 219· γ΄ ἑν. μέλλ.· ἀσχᾰλεῖ (κατὰ τὸν Λ. Δινδόρφ. ἀντὶ ἀσχαλᾷ) Αἰσχύλ. Πρ. 764, πρβλ. 161, 243. Λυποῦμαι, ἀδημονῶ, θλίβομαι, ἀπολ., ἀσχαλάαν παρὰ νηυσὶ Ἰλ. Β. 297, πρβλ. Χ. 412, κτλ.· τὴν δὲ αἰτίαν τῆς θλίψεως ἐκφέρει ὁ Ὅμ. ἢ μετὰ μετοχ., μένων ἀσχαλάᾳ Ἰλ. Β. 293 πρβλ. Ὀδ. Α. 304· ἥν κε (ἐνν. θωὴν) τίνων ἀσχάλλῃς Β. 193· ἢ μετὰ γεν., ἀσχαλάᾳ δὲ πάϊς βίοτον κατεδόντων, στενοχωρεῖται, ἀδημονεῖ ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι..., Τ. 159· κτήσιος ἀσχαλόων, τήν οἱ κατέδουσιν Ἀχαιοὶ αὐτόθι 534· μετέπειτα μετὰ δοτ., ἀσχ. τινὶ Ἀρχίλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Αἰσχύλ. Πρ. 764, Εὐρ. Ι. Α. 920· ὡσαύτως, ἐπὶ τῷ διδόναι δίκην ἀσχάλλειν Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρός τι Λόγγος 3. 8· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ἀσχάλλειν θάνατον Εὐρ. Ὀρ. 785.

English (Autenrieth)

be impatient, vexed, fret; with causal gen. (Od. 19.159, 534), also with part., Od. 1.304, Od. 2.193; γέροντα μαγις ἔχον ἀσχαλόωντό, ‘beside himselfwith grief, Il. 22.412.

Greek Monotonic

ἀσχᾰλάω: χρησιμ. από Όμηρ. σε Επικ. τύπους, γʹ ενικ. ἀσχαλάᾳ, γʹ πληθ. ἀσχαλόωσι, απαρ. ἀσχαλαίαν, μτχ. ἀσχαλόων· είμαι πολύ λυπημένος, θλίβομαι, σε Όμηρ.· είμαι ταραγμένος, στενοχωριέμαι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: be distressed, grieved (Il.)
Other forms: ἀσχάλλω (Od.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Derived from *ἄσχαλος who cannot hold himself, α privativum and the stem of σχ-εῖν with suffix -αλο-? Very doubtful.

Middle Liddell

[deriv. uncertain].]
to be distressed, grieved, Hom.: to be vexed at a thing, c. gen., Od.

Frisk Etymology German

ἀσχαλάω: (Hom., auch Archil. und E.),
{askhaláō}
Forms: gewöhnlicher ἀσχάλλω (ion. att. seit Od.), beide nur im Präsensstamm (mit Ausnahme vom vereinzelten Fut. ἀσχαλεῖ)
Grammar: v.
Meaning: sich ärgern, betrübt sein.
Etymology: Wohl mit L. Meyer und Curtius (s. Bq und Bechtel Lex.) von einem (nur virtuell existierenden?) Adjektiv *ἄσχαλος der sich nicht halten kann, Zusammenbildung von α privativum und dem Aoriststamm σχεῖν mittels eines αλο-Suffixes.
Page 1,175