Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιστέφω

From LSJ
Revision as of 10:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστέφω Medium diacritics: ἐπιστέφω Low diacritics: επιστέφω Capitals: ΕΠΙΣΤΕΦΩ
Transliteration A: epistéphō Transliteration B: epistephō Transliteration C: epistefo Beta Code: e)piste/fw

English (LSJ)

in Hom. always in Med., κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο
A filled them with wine, Il.1.470, Od.1.148, etc. (variously expld., cf. Ath.1.13d, 15.674e, and ἐκστέφω 1).
II. to be full of or covered with, τράπεσδαι μακωνίδων ἄρτων ἐπιστέφοισαι Alcm.74 B.
III. χοὰς ἐ. τινί pour libations as an honour to the dead, S. El.441.
IV. Med., wreathe, ἄνθεϊ χαίτην Nonn. D. 47.11:—also in Act., crown, surround, κύμασι Παταλήνην ib.27.158.

German (Pape)

[Seite 984] Hom. im med. in der Vrbdg κοῦροι δὲ κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο, sie gossen die Mischgefäße bis an den Rand voll, Il. 1, 470 Od. 1, 148 u. öfter. Vgl. ἐπιστεφής u. die daselbst angeführte Stelle aus Buttm. Lezil.; Ath. I, 13 d erkl. ὑπερχειλεῖς οἱ κρατῆρες ποιοῦνται, ὥςτε διὰ τοῦ ποτοῦ στεφανοῦσθαι, vgl. XV, 674 s. – Soph. El. 433 τάσδε δυσμενεῖς χοὰς οὐκ ἄν ποθ' ὅν γ' ἔκτεινε τῷδ' ἐπέστεφε, Todtenopfer, Libation auf einen Grabhügel ausgießen; Alcman. Ath. III, 111 a τράπεσδαι μακωνίδων ἄρτων ἐπιστέφοισαι, = ἐπιστεφής, bedeckt mit Brot.

French (Bailly abrégé)

1 couronner, acc.;
2 verser à pleine coupe : χοάς τινι SOPH des libations en l'honneur de qqn;
Moy. ἐπιστέφομαι remplir jusqu'au bord : κρητῆρας ἐπ. ποτοῖο IL, OD remplir les coupes de boisson jusqu'au bord.
Étymologie: ἐπί, στέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστέφω: наливать, лить: χοάς τινι ἐ. Soph. совершать возлияния в чью-л. честь или кому-л.; med. наполнять до краев (κρητῆρας ποτοῖο Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστέφω: κυρίως, περιβάλλω διὰ στεφάνου ἢ ὡς διὰ στεφ., ὁ Ὅμ. ἀείποτε ἐν τῷ Μέσῳ, κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο, ἄχρι τῆς στεφάνης ἐπλήρωσαν ποτοῦ, Ἰλ. Α. 470, Ὀδ. Α. 148, κτλ.· «ἐπιστέφονται δὲ ποτοῖο οἱ κρητῆρες, ἤτοι ὑπερχειλεῖς οἱ κρατῆρες ποιοῦνται» Ἀθήν. 13D, Ἀριστ. παρ’ Ἀθην. 674F (διότι οὐδεμίαν ἔχει σχέσιν πρὸς τὴν μεταγενεστέραν συνήθειαν, καθ’ ἣν τὸ ποτήριον ἐστέφετο δι’ ἀνθέων, Λατ. vina coronare, ὡς ὁ Οὐεργίλιος ἐκλαμβάνει τὸ πρᾶγμα, Αἰν. 3, 525, πρβλ. Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ ἴδε ἐν λ. ἐπιστεφής, ἀμφιστεφής). ΙΙ. καλύπτομαι διά τινος, μέ τι, τράπεσδαι μακωνίδων ἄρτων ἐπιστέφοισαι, κεκαλυμμέναι δι’ ἄρτων, Ἀλκμὰν 61. ΙΙΙ. χοὰς ἐπιστέφω τινί, ἐπιχέω χοὰς ἐπὶ τοῦ τύμβου τινός, εἰ μή τλημονεστάτη γυνὴ πασῶν ἔβλαστε, τάσδε δυσμενεῖς χοὰς οὐκ ἄν ποθ’ ὅν γ’ ἔκτεινε, τῷδ’ ἐπέστεφε Σοφ. Ἠλ. 441.

Greek Monolingual

(AM ἐπιστέφω) στέφω
στολίζω με στεφάνι
νεοελλ.
ολοκληρώνω έργο, επιστεγάζω
αρχ.-μσν.
γεμίζω αγγείο ώς τα χείλη («κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῑο»)
αρχ.
1. γεμίζω, σκεπάζομαι με κάτι
2. φρ. «χοάς επιστέφω τινί» — προσφέρω χοές στον τάφο κάποιου.

Greek Monotonic

ἐπιστέφω: μέλ. -ψω,
I. περιβάλλω με στεφάνι ή όπως με στεφάνι· μεταφ., στη Μέσ., κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο, τα γέμισαν μέχρι το χείλος, τα ξεχείλισαν με κρασί, σε Όμηρ.
II. χοὰς ἐπιστέφειν, επιχέω χοές προς τιμή του νεκρού, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to surround with or as with a chaplet: metaph. in Mid., κρητῆρας ἐπιστέψαντο ποτοῖο crowned them to the brim, filled them brimming high, with wine, Hom.
II. χοὰς ἐπιστέφειν to offer libations as an honour to the dead, Soph.