συγκομιδή

From LSJ
Revision as of 10:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκομῐδή Medium diacritics: συγκομιδή Low diacritics: συγκομιδή Capitals: ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ
Transliteration A: synkomidḗ Transliteration B: synkomidē Transliteration C: sygkomidi Beta Code: sugkomidh/

English (LSJ)

ἡ, of harvest,
A gathering in, ἐν καρποῦ ξυγκομιδῇ ἦσαν Th.3.15; συγκομιδή τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Pl.Tht.149e, etc.; τῶν ὡραίων Id.Lg.845e; σίτου X.HG7.5.14: abs., ingathering, harvest, PCair. Zen.225.9 (iii B.C.), IG22.1100.28 (ii A.D.), PFlor.175.25 (iii A.D.), etc.: cf. συγκομίζω 1.2.
2 in pass. sense, being gathered together, crowding, ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ Th.2.52.
3 συγκομιδή ἱστορίας = compiling of history, Hdn.1.1.1.

German (Pape)

[Seite 969] ἡ, das Zusammentragen, -bringen, bes. das Einerndten, Thuc. 2, 52. 3, 15; τῶν ὡραίων, Plat. Legg. VIII, 845 e; Theaet. 149 e; σίτου, Xen. Hell. 7, 5, 14; Sp., wie Pol. 13, 100, 8.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
collection, approvisionnement, récolte.
Étymologie: σύν, κομιδή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκομιδή -ῆς, ἡ, Att. ook ξυγκομιδή [συγκομίζω] het verzamelen, het binnenbrengen:. τῶν ἐκ γῆς καρπῶν van de vruchten van de aarde Plat. Tht. 149e. van personen instroom, toevloed. Thuc. 2.52.1.

Russian (Dvoretsky)

συγκομῐδή:
1 сбор, уборка (τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Plat., Arst.; σίτου Xen., Polyb.);
2 переселение, наплыв (ἐκ τῶν ἀγρῶν ἐς τὸ ἄστυ Thuc.).

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκομιδή Α συγκομίζω
συλλογή και μεταφορά γεωργικού προϊόντος από τον τόπο καλλιέργειας στον τόπο επεξεργασίας ή αποθήκευσης («συγκομιδὴ τῶν ἐκ τῆς γῆς καρπῶν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. συνεκδ. το σύνολο τών καρπών που συγκομίζονται
2. μτφ. κάθε είδος συσσώρευσης («συγκομιδή χρημάτων»)
αρχ.
1. (με παθ. σημ.) συσσώρευση στον ίδιο τόπο («ἐπίεσε δ' αὐτοὺς καὶ ἡ ξυγκομιδὴ ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰς τὸ ἄστυ», Θουκ.)
2. φρ. «συγκομιδὴ ἱστορίας» — συγγραφή, συρραφή ιστορίας μετά από συγκέντρωση στοιχείων.

Greek Monotonic

συγκομῐδή: ἡ,
1. μάζεμα, συλλογή καρπών, σοδειάς, θερισμός, τρύγος, σε Θουκ., Ξεν.
2. με Παθ. σημασία, το να έχει μαζευτεί, συγκεντρωθεί, συσσωρευθεί κάτι σε κάποιον τόπο, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκομῐδή: ἡ, τὸ συγκομίζειν τοὺς καρποὺς ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰς τὰς ἀποθήκας, ἐν καρποῦ ξυγκομιδῇ εἶναι, εἶμαι ἠσχολημένος εἰς τὴν συγκομιδήν, Θουκ. 3. 15· ξ. τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Πλάτ. Θεαίτ. 149Ε, κτλ.· τῶν ὡραίων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 845Ε· σίτου Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 14· ἀπολ., θερισμός, Συλλ. Ἐπιγρ. 355, 12· πρβλ. συγκομίζω Ι. 2 2) ἐπὶ παθ, σημασ., τὸ συγκομίζεσθαι, συνέρχεσθαι ἢ συσσωρεύεσθαι εἰς τὸν αὐτὸν τόπον, ἐξ ἀγρῶν ἐς ἄστυ Θουκ. 2. 52. 3) σ. ἱστορίας, συγγραφὴ ἱστορίας, Ἡρῳδιαν. ἐν ἀρχ.

Middle Liddell

συγ-κομῐδή, ἡ,
1. a gathering in of harvest, Thuc., Xen.
2. in pass. sense, a being gathered together, crowding into a place, Thuc.

English (Woodhouse)

in gathering, of the harvest

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό συγκομίζω (=συγκεντρώνω, μαζεύω) → σύν + κομίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.