προεισφέρω
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
fut. -οίσω and 1 aor.
A -ήνεγκα D.50.8:—advance money to pay the εἰσθορά for others, Id.42.25, 50.8; generally, advance money to the State, SIG 344.115 (Teos, iv B.C.); ἀργύριον ἄτοκον π. IG11(4).1055.11 (Delos, iii B.C.), etc.
2 introduce a law before, in Pass., Poll.5.166, Lib. Decl.39.3:—Med., introduce before (in writing), ὄνομα Sch.Ar.Ach. 321.
3 confer previously, χάριν τῇ πόλει Lib.Decl.22.27, cf. Or.12.37.
German (Pape)
[Seite 718] (s. φέρω), vorher hineintragen, zuerst abtragen, z. B. seine Abgaben, bes. die Kriegssteuer, εἰσφορά, vorschießen, Dem. 21, 153 u. öfter; 14, 26 hat Bekker εἰσενεγκεῖν dafür geschrieben.
French (Bailly abrégé)
faire l'avance d'une somme pour les impôts de qqn.
Étymologie: πρό, εἰσφέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εισφέρω vooruitbetalen.
Russian (Dvoretsky)
προεισφέρω: (fut. προεισοίσω, aor. προεισήνεγκα) вносить первым (sc. εἰσφοράς Dem.): π. ὑπὲρ ἑαυτοῦ Dem. раньше платить собственные налоги.
Greek Monolingual
ΝΑ
προπληρώνω, προκαταβάλλω την εισφορά για κάτι
αρχ.
1. προπληρώνω χρήματα στην πολιτεία («ἀργύριον ἄτοκον προεισφέρειν», επιγρ.)
2. εισάγω νόμο εκ τών προτέρων
3. απονέμω, αποδίδω σε κάποιον κάτι προηγουμένως («προεισφέρειν χάριν τῇ πάλει»)
4. μέσ. εισάγω προηγουμένως («προεισφέρεσθαι ὄνομα», Σχόλ. Αριστοφ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + εἰσφέρω «καταβάλλω χρήματα, εισάγω, προτείνω»].
Greek Monotonic
προεισφέρω: μέλ. -οίσω, αόρ. βʹ -ήνεγκον· παρέχω χρήματα για την πληρωμή της εἰσφορᾶς για άλλους, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
προεισφέρω: εἰσφέρῳ πρότερον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 322, in Med. 2) παρέχω χρήματα, πληρώνω τὴν εἰσφορὰν ὑπέρ τινος, Δημ. 1046. 24· ὑπὲρ ἑαυτοῦ ὁ αὐτ. 1208. 25· πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2140a 2, 2423b. 3) εἰσάγω πρότερον, νόμον Πολυδ. Ε΄, 166.
Middle Liddell
fut. -οίσω aor2 -ήνεγκον
to advance money to pay the εἰσφορά for others, Dem.