βαμβαίνω

From LSJ
Revision as of 10:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαμβαίνω Medium diacritics: βαμβαίνω Low diacritics: βαμβαίνω Capitals: ΒΑΜΒΑΙΝΩ
Transliteration A: bambaínō Transliteration B: bambainō Transliteration C: vamvaino Beta Code: bambai/nw

English (LSJ)

onomatop. word, chatter with the teeth, Il.10.375; stammer, BionFr.6.9, AP5.272 (Agath.), Procop.Arc.Praef.:—so also βαμβᾰκύζω, chatter with cold, Hippon.17:—also βαμβᾰλύζω, Phryn.PSp.54B., Hsch.; possibly to be restored (for βομβυλιάζω) in Arist.Pr.949a13.

Spanish (DGE)

1 castañetear, temblar ὁ δὲ ... τάρβησέν τε βαμβαίνων ... χλωρὸς ὑπαὶ τοῦ δέους Il.10.375, ἐβάμβαινεν ὑπὸ τοῦ δέους D.Chr.55.14, (βαμβαίνων) ὑπὸ τοῦ ψύχους Eust.Op.310.18, τὸ δὲ βαμβαίνειν, ὅ ἐστι συγκρούειν τοὺς ὀδόντας Eust.812.40, cf. Hsch., Sud., EM 187.26G.
2 de la voz o de los órganos articulatorios temblar, balbucir βαμβαίνει με γλῶσσα Bio Fr.9.9, ἡ φωνή Them.Or.4.56a, χείλεα AP 5.273 (Agath.), τοῖς χείλεσιν Phot.β 55, Sud., EM 187.26G., cf. Procop.Arc.1.4.
3 dudar, vacilar Hsch.ε 56, Sud., EM 187.26G.
• Etimología: Prob. de origen impresivo, como βαβάζειν, βάβαλον, etc.

German (Pape)

[Seite 431] (onomatopoetisch), stammeln, lispeln, Bion. 4, 8; χείλεα φθέγματι γηραλέῳ Agath. 13 (V, 273); Hom. vor Furcht mit den Zähnen klappern, Il. 10, 375, ἅπαξ εἰρημ., vgl. auch Scholl. Nicanor.; Themist. p. 56 a ἔπαλλεν ἡ καρδία, ἐβάμβαινεν ἡ φωνή.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
claquer des dents, trembler de frayeur ou de froid.
Étymologie: DELG onomatopée.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαμβαίνω [~ βαίνω of onomat.] wankelen of stamelen.

Russian (Dvoretsky)

βαμβαίνω:
1 стучать зубами, дрожать (βαμβαίνων χλωρὸς ὑπαὶ δείους Hom.);
2 бормотать, лепетать Anth.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: chatter with the teeth, stammer (Κ 375, Bion, AP).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Onomatopoetic verb. Cf. βαμβακύζω (Hippon.), βαμβαλύζω (Phryn., H.); γογγύζω a. o.; also βαμβαλεῖν H.; s. Weber RhM 82, 193 n. 2. - Cf. βαβάζειν, βάβαλον. (Not to βαίνω with Schwyzer 647.)

Middle Liddell

[Formed from the sound.] only in pres.]
to chatter with the teeth, Il.: to stammer, Bion.

English (Autenrieth)

totter with fear, or, as others interpret, stammer, part., Il. 10.375†.

Greek Monolingual

βαμβαίνω (Α)
1. τρέμω και χτυπούν τα δόντια μου
2. τραυλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λ., που συνδέεται με τα βαβάζω, βαβαί, βάβακος κ.ά. Η σημασία «κλονίζομαι, τρικλίζω» που αποδόθηκε παλαιότερα στη λ. δεν είναι τόσο εύστοχη, όπως επίσης και η υποστηριχθείσα σχέση της με το βαίνω].

Greek Monotonic

βαμβαίνω: μόνο στον ενεστ., τρίζω τα δόντια μου, σε Ομήρ. Ιλ.· τραυλίζω, ψευδίζω, ψελλίζω, σε Βίωνα (ηχομιμ. λέξη).

Greek (Liddell-Scott)

βαμβαίνω: λέξις ὠνοματοπ., κτυπῶ, συγκρούω, κροτῶ τοὺς ὀδόντας, Ἰλ. Κ. 375 · τραυλίζω, Βίων 4. 9, Ἀνθ. · ― οὕτω καὶ βαμβακύζω Ἱππῶν· 10 · ὡσαύτως, βαμβαλίζω ἢ -ύζω Α. Β. 30, Εὐστ. 812. 46, καὶ ἐντεῦθεν διορθωθὲν (ἀντὶ βομβυλιάζω) ἐν Ἀριστ. Προβλ. 27. 11 · ― βαμβάλω εἶναι ἀμφ., Meineke Μόσχ. 3. 7.

Frisk Etymology German

βαμβαίνω: {bambaínō}
Grammar: v.
Meaning: mit den Zähnen klappern, stottern (Κ 375, Bion, AP).
Etymology: Onomatopoetisches Intensivum. Ähnliche Bildungen in ähnlichen Bedeutungen: βαμβακύζω (Hippon.), βαμβαλύζω (Phryn., H.); vgl. γογγύζω u. a.; außerdem βαμβαλεῖν H. und βαμβαλιαστύς, schwach bezeugte v.l. h. Ap. 162 für κρεμβαλιαστύς; s. Weber RhM 82, 193 A. 2. — Vgl. zu βαβάζειν, βάβαλον. — Die Deutung taumeln (z. B. Schwyzer 647, zu βαίνω) ist wenig glaubhaft.
Page 1,217