εὔληρα

From LSJ
Revision as of 10:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔληρα Medium diacritics: εὔληρα Low diacritics: εύληρα Capitals: ΕΥΛΗΡΑ
Transliteration A: eúlēra Transliteration B: eulēra Transliteration C: eylira Beta Code: eu)/lhra

English (LSJ)

ων, τά, reins, Il.23.481, Q.S.4.508, 9.156; Dor. αὔληρα Epich.178 (for ἀϝληρα, cf. ἀβληρά Hsch.):—hence εὐληρωσίων (εὐληροσιῶν cod.). πληγῶν, Id. (Cf. ταυληρόντα.)

German (Pape)

[Seite 1078] τά (von εἴλω, nach E. M. u. Schol. Il.), ep. = ἡνία, Zügel, Zaum, Il. 23, 481; Qu. Sm. 4, 508. 9, 156; dor. αὔληρα, Epicharm.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
rênes, guides.
Étymologie: apparenté à εἰλέω de la R. ϜελϜ, rouler.
Syn. ἡνία².

Russian (Dvoretsky)

εὔληρα: ων τά возжи: εὔ. ἔχειν Hom. управлять вожжами.

Greek (Liddell-Scott)

εὔληρα: -ων, τά, ἀρχαία Ἐπικ. λέξις ἀβεβαίου ἀρχῆς ἀντὶ τοῦ κοινοῦ ἡνία, ἐν δ’ αὐτὸς ἔχων εὔληρα βέβηκε Ἰλ. Ψ. 481, Κόïντ. Σμ. 4. 508., 9. 156· Δωρ. αὔληρα, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 393, καὶ ὡς διάφορος γραφ. ἐν Ἰλ., Ἡσύχ. (Ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ εὐλή).

English (Autenrieth)

pl.: reins, Il. 23.481.

Greek Monolingual

εὔληρα, και δωρ. τ. αὔληρα, τὰ (Α)
ηνία («ἐν δ' αὐτὸς ἔχων εὔληρα βέβηκε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εύληρα (δωρ. αύληρα) < ε-Fληρ-ο. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. wl-ēr (πρβλ. λατ. lōrum «ιμάντας, λουρί», αρμ. lar «δεσμός»), η οποία είναι μηδενισμένη βαθμίδα (wl-) και παρεκτεταμένη σε ēr μορφή της ρίζας wel- «στρέφω, συστρέφω, κυλίω» — πρβλ. είλω. Το ε- στη λ. είναι προθεματικό].

Greek Monotonic

εὔληρα: -ων, τά, αρχ. λέξη αντί ἡνία, χαλινάρια, γκέμια, σε Ομήρ. Ιλ. (άγν. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. pl.
Meaning: rein (Ψ 481, Q. S.);
Dialectal forms: Dor. αὔληρα (Epich. 178, H.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unclear εὐληρωσίων πληγῶν H. (from *εὐλήρωσις to *εὐληρόομαι, -όω?). - One assumed *ἐ-Ϝληρ-ο-, *ἀ-Ϝληρ-ο- (Schwyzer 224), with prothesis to Lat. lōrum rein, Arm. lar strick, rope, band, from IE *u̯lēr-, *u̯lōr-, *u̯lǝr-, r-derivation from a primary verb for turn, wind, twine in 2. εἰλέω. S. W.-Hofmann s. lōrum, Pok. 1143. S. also λῶμα. - Given the variation, which cannot be explained as IE, prob. Pre-Greek; for ἀ-/ἐ- cf. ἀμύς / ἐμύς and Furnée 347ff.

Middle Liddell

[old word for ἡνία,]
reins, Il. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

εὔληρα: {eúlēra}
Grammar: n. pl.
Meaning: Zügel (Ψ 481, Q. S.); dor. αὔληρα (Epich. 178, H.).
Etymology: Unklar εὐληρωσίων· πληγῶν H. (von *εὐλήρωσις zu *εὐληρόομαι, -όω?). — Für *ἐϝληρο-, *ἀϝληρο- (Schwyzer 224) mit Vokalprothese zu lat. lōrum Riemen, Zügel, arm. lar Strick, Seil, Band, idg. *u̯lēr-, *u̯lōr-, *u̯lər-, r-Ableitung vom primären Verb für drehen, winden, flechten in 2. εἰλέω. Lit. bei WP. 1, 304 und W.-Hofmann s. lōrum. S. auch λῶμα.
Page 1,588