ἤκεστος
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
η, ον, (Ep. for Ακεστος, from κεντέω) untouched by the goad, of young heifers reserved for sacrifices, βοῦς.. ἤνις ἠκέστας Il. 6.94,275,309:—also ἠκέστης· ἀδάμαστος, Suid.
German (Pape)
[Seite 1158] p. = ἄκεστος, ungestachelt, βοῦς ἐνὶ νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν, Il. 6, 94. 275. 309, Rinder, die den Stachelstab noch nicht gefühlt, noch nicht gezogen haben, also noch ungebändigte, junge Rinder; die Alten erkl. ἀκέντητος, ἀδάμαστος.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui n'a pas encore senti l'aiguillon, indompté.
Étymologie: épq. de ἄκεστος, de ἀ priv. et κεντέω.
Russian (Dvoretsky)
ἤκεστος: [ἀ privat. + κεντέω нетронутый стрекалом, т. е. не ходивший никогда под ярмом, по друг. [одного корня с ἀκμή достигший полной зрелости (βοῦς Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἤκεστος: -η, -ον, (Ἐπ. ἀντὶ ἄκεστος) μὴ ἐγγιχθεὶς διὰ τοῦ βουκέντρου, ἀκέντητος, ἐπὶ νέων δαμάλεων τηρουμένων πρὸς θυσίας, παρὰ Τακίτῳ nullo mortali opere contactae, βοῦς... ἤνις ἠκέστας Ἰλ. Ζ. 94, 275, 309.
English (Autenrieth)
(κεντέω): ungoaded, hence untamed, Il. 6.94. (Il.)
Greek Monolingual
ἤκεστος, -η, -ον (Α)
(για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε θυσία) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, ακέντητος, αδάμαστος («βοῦς ἐνί νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται σύνθετη λ. με β' συνθετικό -κεστός (< κεντώ). Η σημασία «αδάμαστος» προϋποθέτει όμως ως α' συνθετικό το στερητικό α- (ά-κεστος «εκείνος που δεν έχει γνωρίσει το βούκεντρο»), η έκταση του οποίου σε η- δεν ερμηνεύεται. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη ο αμάρτυρος ενικός της μοναδικής εκφράσεως στην οποία το επίθ. απαντά (βους... ήνις ηκέστας «βόδια... ενός έτους που δεν έχουν γνωρίσει το βούκεντρο») ήταν βούν... ήνιν νηκέστην, με α' συνθετικό το αρνητικό πρόθημα νη- (πρβλ. νηκερδής). Εν συνεχεία έγινε σύγχυση του αρχικού ν- του νη-κέστην με το τελικό του ήνιν, με αποτέλεσμα τη δημιουργία της έκφρασης ήνιν ηκέστην, που στον πληθυντικό έδωσε τη μαρτυρημένη ήνις ηκέστας. Ανάλογη είναι και η άποψη ότι η έκφραση προέκυψε από βους ήνις σηκέ-στας κατόπιν συγχύσεως του αρχικού στον σηκέστας με το τελικό του ήνις].
Greek Monotonic
ἤκεστος: -η, -ον (Επικ. αντί ἄ-κεστος), μη κεντημένος από βούκεντρο, ακέντητος, λέγεται για νεαρά δαμάλια που προορίζονται για θυσία, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: only in ἤνις ἠκέστας (βοῦς, Ζ 94 = 275 = 309), meaning uncertain.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Comparing ἠκέστης ἀδάμαστος Suid. mostly taken as undomited, uncontrolled to κεντέω, κένσαι ("unprickled"). Thus Schwyzer RhM 80, 213, who however rightly rejects the explanation from ἤ-κεστος (with metr. lengthening for *ἄ-κεστος) and assumes an original sing. (βοῦν) ἤνιν νηκέστην (like νη-κερδής a. o.), with single writing of the ν and false worddivision. - Others fulgrown, to ἀκμαῖος, ἠκή. Improbable Szemerényi Sprache 11, 1965, 6-12.
Middle Liddell
ἤ-κεστος, η, ον [epic for ἄκεστος
untouched by the goad, of young heifers reserved for sacrifices, Il.
Frisk Etymology German
ἤκεστος: {ḗkestos}
Meaning: nur in ἤνις ἠκέστας (βοῦς, Ζ 94 = 275 = 309), Bedeutung unsicher.
Etymology : Im Anschluß an ἠκέστης· ἀδάμαστος Suid. gewöhnlich als ungezähmt, ungebändigt zu κεντέω, κένσαι ("ungestachelt") gezogen. Ebenso Schwyzer RhM 80, 213, der indessen die Erklärung aus ἤκεστος (mit metr. Dehnung für *ἄκεστος) mit Recht ablehnt und dafür einen ursprünglichen Sing. (βοῦν) ἤνιν νηκέστην (wie νηκερδής u. a.) annimmt, der durch Einfachschreibung des ν und falsche Worttrennung den entsprechenden Plural ergeben hätte. — Nach Anderen ausgewachsen, ἀκμαῖος; vgl. zu ἠκή.
Page 1,627