πλησίασμα
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
-ατος, τό, impregnation, f.l. for πλῆσμα, Arist.HA577a30.
German (Pape)
[Seite 635] τό, = Folgdm, v.l. Arist. H. A. 6, 23.
Greek (Liddell-Scott)
πλησίασμα: τό, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πλῆσμα.
Greek Monolingual
το, ΝΑ πλησιάζω
η πράξη και το αποτέλεσμα του πλησιάζω, προσέγγιση, ζύγωμα, σίμωμα
νεοελλ.
1. συναναστροφή
2. ερωτικό σμίξιμο, συνουσία
3. (σχετικά με χρόνο) το να κοντεύει κάτι, να πλησιάζει η ώρα του
4. το να είναι κάτι παραπλήσιο με κάτι άλλο, ομοιότητα.