εἵργνυμι
λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → for men reason cures grief, for men reason is a healer of grief, a physician for grief is to people a word, pain's healer is a word to man, logos is a healer of man's anguish, talking through one's grief is therapeutic
English (LSJ)
(εἱργνύω And.4.27), Ep. impf. ἐέργνυ:—shut in or shut up, Od. 10.238.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): εἰργ- Them.Or.21.260d
• Morfología: [impf. 3a sg. ἐέργνυ Od.10.238]
encerrar, hacer prisionero a los compañeros de Odiseo ῥάβδῳ πεπληγυῖα κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Od.l.c., τοὺς δ' ἄλλους I.BI 1.71, cf. 245, τὸν Ἀγρίππαν I.BI 2.180, μηδὲ ζωγράφους εἰργνύναι Them.l.c., en v. pas. δεσμοῖς εἴργνυται Eus.MP 4.13.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
εἵργνῡμι: Hom. (только impf. ἐέργνυν) = εἵργω.
Greek (Liddell-Scott)
εἵργνῡμι: ἢ -ύω, = εἴργω, ἐγκαταλείπω, κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Ὀδ. κ. 238· ῥίπτω εἰς τὸ δεσμωτήριον, καθείργω, τοὺς μὲν ἀφαιρούμενος, τοὺς δὲ εἱργνύων Ἀνδοκ. 32. 36.
Greek Monolingual
εἵργνυμι και εἱργνύω (Α)
1. κλείνω μέσα, εγκλείω
2. ρίχνω στη φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής ενεστώτας του είργω, σχηματισμένος κατά τα σε -μι].
Greek Monotonic
εἵργνῡμι: = εἴργω, ἔργω, κλείνω, κλειδώνω, σωπαίνω, Επικ. παρατ. ἐέργνυν, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
= εἴργω, ἔργω,]
to shut in or up, epic imperf. ἐέργνυν, Od.
Mantoulidis Etymological
ἤ εἱργνύω (=ἐμποδίζω τήν ἔξοδο, φυλακίζω). Ἀπό ρίζα ϝεργ + προθεματικό ε → ἐ-ϝέργω→ ἐ-έργ-ω καί μέ συναίρεση εἵργω. Μέ τό πρόσφυμα νυ → εἱργ-νύ-ω καί μέ κατάληξη -μι → εἵργνυμι. Σχετικά μέ τή δασεία δέ δεχόμαστε ὡς σωστό ὅτι: εἴργω =ἐμποδίζω τήν εἴσοδο, ἐνῶ εἵργω–εἵργνυμι =ἐμποδίζω την ἔξοδο, φυλακίζω. Μᾶλλον ἡ ἐναλλαγή τοῦ ψιλοῦ καί δασέος πνεύματος ὀφείλεται σέ φωνητικούς λόγους καί ἐξαρτιέται ἀπό τούς γειτονικούς φθόγγους.
Παράγωγα: εἱργμός καί εἰργμός (=δεσμός, φυλάκιση), εἰργμοφύλαξ (=δεσμοφύλακας), εἱρκτή (=φυλακή), εἱρκτέον, ἕρκος (=περίφραγμα), κάθειρξις, ἑρκίον (=περίβολος), ἑρκοῦρος (=ὁ φύλακας περιβόλου), Λυκοῦργος, ὅρκος (=ὅ,τι ἐμποδίζει κάποιον νά κάνει κάτι), ἑρκάνη (=φραγμός), εὐερκής (=καλά φραγμένος), πολιορκῶ.