ἀκόλαστος
ἀεὶ φέρει τὶ Λιβύη καινὸν κακόν → Libya always bears some new evil
English (LSJ)
ἀκόλαστον,
A undisciplined, unbridled, δῆμος Hdt.3.81; ὄχλος E.Hec.607; στράτευμα X.An.2.6.10, cf. Ar.Nu.1348, Pl.Prt.341e, etc.
2 esp. incontinent, licentious, S.Fr.744; opp. σώφρων, Pl. Grg.507c, Arist.EN1117b32, al.; περί τι Id.HA572a12; πρός τι 582a26. Adv. ἀκολάστως = incontinently, ἀκολάστως ἔχειν = be intemperate Pl.Grg.493c: Comp. ἀκολαστοτέρως, ἔχειν πρός τι X.Mem.2.1.1, cf. Aen.Tact.26.2, dub. in Vett.Val.153.32, 271.12 (leg. ἀκοπιάστως).
II unpunished, c. gen., App.Ill.17.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. compar. ἀκολαστοτέρα Nicol.Com.2]
I 1de pers. indisciplinado ref. al comportamiento social o político δῆμος Hdt.3.81, ὄχλος E.Hec.607, στράτευμα X.An.2.6.10, θίασος Ph.1.550, tb. de anim., c. ac. de rel. (ἵππος) ἀ. τὴν γνάθον Poll.1.198
•ref. al comportamiento individual desenfrenado, licencioso οὗτος ... οὐκ ἂν ἦν οὕτως ἀκόλαστος Ar.Nu.1348, ἀκόλαστον ἄν τινα λέγοι Σιμωνίδην Pl.Prt.341e, op. σώφρων Pl.Grg.507c, Arist.EN 1117b32, (γυνή) Pl.Com.105, Ph.2.51, cf. Alex.71
•tb. de anim. ἵππος ἀ. Pl.Phdr.255e, c. ac. de rel. ἀ. τοὺς τρόπους Ar.Pl.1049, c. prep. περὶ ταῦτα Aeschin.1.42, περὶ τὸ ἀφροδισιάζεσθαι Arist.HA 572a12, πρὸς τὴν ὁμιλίαν Arist.HA 582a26, πρὸς γυναῖκας Ath.535a, ἐπὶ τὴν ἡδονήν Plu.2.125a, c. inf. ἀ. ὁμιλεῖν E.Fr.976
•de cosas y abstr. intemperante, licencioso γλῶσσα E.Or.10, σῶμα S.Fr.744, ὀφθαλμός Pall.H.Laus.59.2, ἦθος Critias B 6.13, E.Fr.362.22, βίος Pl.Grg.493d, Ph.1.255, ἐπιθυμία Pl.Grg.507e, ἡδονή PMasp.5.18 (VI d.C.), μέλος Chamael.24, ῥήματα Clem.Al.Paed.2.10.97
•desmesurado πλοῦτος Longin.44.7, ἀκόλαστοι εἰσπνοαί Steph.in Hp.Progn.258.22
•subst. τὸ ἀκόλαστον = libertinaje op. τὸ εὔθυμον: τὸ εὔθυμον ἀπὸ τοῦ ἀκολάστου διακέκριται Fauorin.De Ex.2.9
•neutr. plu. como adv. AP 5.175 (Mel.).
2 no castigado ἀκολάστους ἐᾶν Pl.Lg.793e, cf. E.Ph.971, ἁμαρτήματα ἀκόλαστα παριέναι X.Eq.Mag.7.10
•no mejorado ἔθη D.Chr.7.137
•c. gen. ἐάσειν καὶ ἀκολάστους τῶν ἐπὶ Οὐέτερι πραχθέντων App.Ill.17.
II adv. ἀκολάστως
1 licenciosamente, desenfrenadamente ζῆν Isoc.15.239, D.C.76.14.1, ἔχοντος βίου Pl.Grg.493c, τροφὴν ποικίλλειν Ath.663b, ἀκολάστως διακεῖσθαι Aen.Tact.26.2
•en forma indisciplinada ἀκολάστως ἔχειν πρὸς τὰ τοιαῦτα X.Mem.2.1.1.
2 sin esfuerzo τυχεῖν τινός Vett.Val.145.31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. non châtié, non réprimé, non maintenu;
II. 1 sans retenue, licencieux, intempérant, insolent, effronté;
2 désordonné, indiscipliné.
Étymologie: ἀ, κολάζω.
German (Pape)
ungezügelt, ἵππος Plat. Phaedr. 255e; ungestraft, στράτευμα Xen. An. 2.6.9; ἁμαρτήματα Hipp. 7.10; gew, übertragen zügellos, unmäßig, ausschweifend, δῆμος Her. 3.81; oft bei Plat. und Arist. dem σώφρων, z.B. Gorg. 507c, und κόσμιος, 494a entgegengesetzt; ἀκ. τοὺς τρόπους Ar. Pl. 1049; ἀκόλαστον ἔσχε τὴν γλῶσσαν Nicol. com. Stob. Flor. 14.7; bes. περὶ τὰ ἀφροδίσια, πρὸς γυναῖκας Ath. XIII.592f; XII.535a; Plut. Lyc. 19. Dah. γυνὴ ἀκ. Plut. Thes. 9; Ath. XIII.609a; ᾆσμα Ar. Lys. 398. – Kompar., Plat. Prot. 349d; Superl. 359b.
• Adv. ἀκολάστως, oft, auch -στοτέρως ἔχειν πρός τι, zu unmäßig sein in etwas, Xen. Mem. 2.1.1.
Russian (Dvoretsky)
ἀκόλαστος:
1 недисциплинированный, разнузданный, распущенный (δῆμος Her.; ὄχλος Eur.; στράτευμα Xen.; ἀνήρ, ἵππος Plat.);
2 невоздержный, неумеренный, распутный (περί τι Arst. или πρός и ἐπί τι Plut.);
3 ненаказанный (ἁμαρτήματα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόλαστος: -ον, Λατ. non castigatus, μὴ τιμωρηθείς, μὴ παιδευθείς, ἀχαλίνωτος, ὁ δῆμος, Ἡρόδ. 3. 81· ὄχλος, Εὐρ. Ἑκ. 607· στράτευμα, Ξεν. Ἀν. 2. 6, 9· οὕτω Πλάτ., κτλ. 2) κοινῶς. ἀχαλίνωτος ἐν ταῖς σαρκικαῖς ἡδοναῖς, ἀσελγής, ἀκρατής, ἀντίθ. τῷ σώφρων, Σοφ. Ἀποσπ. 817, Πλάτ. Γοργ. 507C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 2, 7· ― περί τι, ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 6. 18, 8· πρός τι (ἴδε τέλ.): ― οὕτω κατ’ ἐπίρρ. ἀκολάστως ἔχειν, Πλάτ. Γοργ. 493C: ― συγκρ. -οτέρως ἔχειν πρός τι, εἶναι καθ’ ὑπερβολὴν ἀκρατῆ ὡς πρός τι, Ξεν. Ἀπομ. 21, 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκόλαστος, -ον)
ο αχαλίνωτος, όποιος δεν δείχνει εγκράτεια (κυρίως στις σαρκικές ηδονές)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει κολαστεί, δεν έχει πει ή πράξει κάτι που το τιμωρεί η Εκκλησία
αρχ.
εκείνος που δεν έχει τιμωρηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κολάζω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκολασταίνω.
Greek Monotonic
ἀκόλαστος: -ον (κολάζω), Λατ. non castigatus,
1. ασελγής, άσεμνος, αχαλίνωτος, απείθαρχος, ασυγκράτητος, ξέφρενος, σε Ηρόδ., Αττ. κ.λπ.
2. άσωτος, ακρατής, αντίθ. προς το σώφρων, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως και ως επίρρ. ἀκολάστως ἔχειν, σε Πλάτ.· συγκρ. ἀκολαστοτέρως ἔχειν πρός τι, είμαι υπερβολικά ακρατής σε κάτι, σε Ξεν.
Middle Liddell
κολάζω
1. Lat. non castigatus, unchastised, undisciplined, unbridled, Hdt., Attic, etc.
2. licentious, intemperate, opp. to σώφρων, Soph., etc.:— so in adv., ἀκολάστως ἔχειν Plat.; comp., ἀκολαστοτέρως ἔχειν πρός τι to be too intemperate in a thing, Xen.
English (Woodhouse)
incontinent, intemperate, licentious, unbridled, ungovernable, wanton
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού δέν τιμωρήθηκε, ἀχαλίνωτος). Ἀπό τό α στερητ. + κολάζω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κολάζω.